Η λέξη "unanimidad" είναι ουσιαστικό.
/una.ni.miˈðað/
Η λέξη "unanimidad" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία όλοι οι συμμετέχοντες σε μια απόφαση ή συζήτηση συμφωνούν χωρίς καμία αντίθεση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και πολιτικά πλαίσια, καθώς και σε ομαδικές αποφάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε επίσημα γραπτά κείμενα και ανακοινώσεις, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
"La resolución se adoptó por unanimidad."
Η απόφαση εγκρίθηκε ομόφωνα.
"En la reunión, todos mostraron su unanimidad en apoyo del proyecto."
Στη συνάντηση, όλοι εξέφρασαν την ομοφωνία τους υπέρ του έργου.
"La unanimidad de los miembros del jurado fue sorprendente."
Η ομοφωνία των μελών του δικαστηρίου ήταν εκπληκτική.
Η λέξη "unanimidad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Lograr unanimidad entre las partes es crucial para el éxito de la negociación."
Η επίτευξη ομόφωνης συμφωνίας μεταξύ των μερών είναι κρίσιμη για την επιτυχία της διαπραγμάτευσης.
"La unanimidad en el consejo es un objetivo difícil de alcanzar."
Η ομοφωνία στο συμβούλιο είναι ένας δύσκολος στόχος να επιτευχθεί.
"Es esencial buscar la unanimidad para evitar conflictos futuros."
Είναι απαραίτητο να αναζητήσουμε την ομοφωνία για να αποφύγουμε μελλοντικές συγκρούσεις.
"La falta de unanimidad puede llevar a decisiones ineficaces."
Η έλλειψη ομοφωνίας μπορεί να οδηγήσει σε μη αποτελεσματικές αποφάσεις.
"En este tipo de votaciones, la unanimidad es especialmente valorada."
Σε αυτούς τους τύπους ψηφοφοριών, η ομοφωνία εκτιμάται ιδιαίτερα.
Η λέξη "unanimidad" προέρχεται από το λατινικό "unanimitas", το οποίο συντίθεται από το "unus" (ένας) και "animus" (πνεύμα ή ψυχή), υποδηλώνοντας την ιδέα του ενιαίου πνεύματος ή της ενότητας της γνώμης.
Συνώνυμα: - unanimidad (ομόφωνη απόφαση) - acuerdo (συμφωνία) - consenso (συναίνεση)
Αντώνυμα: - disenso (διαφωνία) - desacuerdo (ασυμφωνία) - controversia (αμφισβήτηση)