Ρήμα
/ unˈχir /
Η λέξη "ungir" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του να αλείφεις ή να χρίεις κάτι, συνήθως με λάδι ή άλλο υγρό. Συχνά ανευρίσκεται σε θρησκευτικούς και τελετουργικούς τομείς, όπου τα άτομα αλείφονται ως μέρος μιας μεγαλύτερης διαδικασίας αγιασμού ή ευλογίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε προφορικές συνομιλίες που σχετίζονται με παραδόσεις ή τελετές.
Θα αλείψω τους ασθενείς με λάδι.
El sacerdote ungió a los nuevos miembros de la iglesia.
Ο ιερέας χρίστηκε τους νέους μέλη της εκκλησίας.
Ella decidió ungir su piel con una crema especial.
Συνήθως αναφέρεται σε τελετουργίες αγιασμού.
Se siente ungido por el éxito.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι εξαιρετικά χαρούμενος ή ευτυχισμένος από μια επιτυχία.
Ungir a alguien como líder.
Αναφέρεται στη διαδικασία επιλογής ενός ηγέτη ή υπευθύνου.
La palabra de Dios nos unge.
Μια κοινοτοπία που εκφράζει την πνευματική επίδραση των θρησκευτικών κειμένων.
Sentirse ungido por la inspiración.
Η λέξη "ungir" προέρχεται από το λατινικό "unguere", που σημαίνει "να αλείφεις" ή "να χρίεις", και συνδέεται με τις θρησκευτικές πρακτικές που περιλαμβάνουν τη χρήση ελαίων.
Συνώνυμα: - Acierto (χρίσιμο) - Embadurnar (αλειφή) - Untar (αλειφώ)
Αντώνυμα: - Despojar (αφαιρώ) - Quitar (βγάζω) - Secar (ξεραίνω)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "ungir" στη ισπανική γλώσσα και τη χρήση της σε διάφορους τομείς.