Η λέξη "unguento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [uŋˈɡwento]
Η λέξη "unguento" μεταφράζεται ως "αλοιφή" ή "σκεύασμα".
Η λέξη "unguento" αναφέρεται σε μια μαλακή, λιπαρή ή κρεμώδη ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως για ιατρικούς σκοπούς, όπως η ανακούφιση από πόνους ή η θεραπεία τραυμάτων και δερματολογικών παθήσεων. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά πλαίσια και η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε επαγγελματικά και γραπτά κείμενα που αφορούν την ιατρική. Είναι πιο συνηθισμένη στις γραπτές πηγές παρά στον προφορικό λόγο.
Ο γιατρός συνέστησε να εφαρμοστεί αλοιφή στην πληγή.
Es importante usar un ungüento para prevenir infecciones.
Η λέξη "unguento" δεν έχει πολλές παραδοσιακές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με περιγραφές που σχετίζονται με τη θεραπεία, την ανακούφιση ή την προστασία από δυσάρεστες καταστάσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Η αλοιφή ανακούφισε τον ερεθισμό του δέρματος.
Aplicar un ungüento en el área afectada es esencial.
Η εφαρμογή αλοιφής στη επηρεασμένη περιοχή είναι απαραίτητη.
Este ungüento es un remedio eficaz para las quemaduras.
Η λέξη "unguento" προέρχεται από το λατινικό "unguentum", που σημαίνει "αλοιφή" ή "ελαιώδες σκεύασμα". Η ρίζα της σχετίζεται με το ρήμα "ungere" που σημαίνει "λειώνω" ή "εφαρμόζω λίπος".
Συνώνυμα: - Aleícia - Calma (σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - Irritante (ερεθιστικό) - Secante (ξηραντικό)