Το "unificar" είναι ρήμα (verb).
Η φωνητική μεταγραφή του "unificar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /uni.fiˈkar/.
Το ρήμα "unificar" σημαίνει την πράξη της ενοποίησης ή της συνένωσης διαφορετικών στοιχείων σε ένα ενιαίο σύνολο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικά πλαίσια, όπως η πολιτική, η κοινωνία, και οι επιχειρήσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή και παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Στο Κογκρέσο, συζητήθηκε η ανάγκη να ενοποιηθούν οι νόμοι της χώρας.
El objetivo del proyecto es unificar las diferentes tecnologías utilizadas en la producción.
Ο στόχος του έργου είναι να ενοποιήσει τις διάφορες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή.
Es importante unificar los esfuerzos de todos los departamentos para alcanzar el mismo objetivo.
Το "unificar" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Εξ. Es esencial unificar criterios entre los diferentes departamentos.
Unificar fuerzas
Εξ. Debemos unificar fuerzas para lograr un cambio significativo.
Unificar esfuerzos
Το "unificar" προέρχεται από τη λέξη "unificación", που σημαίνει ενοποίηση, με το πρόθεμα "uni-" που δηλώνει "ένα" και την ρίζα "ficar" που προέρχεται από τη λατινική "facere", που σημαίνει "να κάνω".
Συνώνυμα: - integrar (ενσωματώνω) - consolidar (συνενώνω) - combinar (συνδυάζω)
Αντώνυμα: - separar (ξεχωρίζω) - dividir (διαιρώ) - desunir (διαχωρίζω)