Uniforme είναι ουσιαστικό.
[uniˈfoɾ.me]
Η λέξη uniforme στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε ένα σύνολο ρούχων ή ενδυμάτων που φοριούνται από τα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας, όπως στρατιώτες, μαθητές ή αθλητές. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει κάτι που είναι ομοιόμορφο ή ομοιογενές, είτε σε μορφή είτε σε χαρακτηριστικά. Στη γλώσσα των στρατευμάτων, το "uniforme" είναι συχνά σημαντικό στον προφορικό και γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με περισσότερη παρουσία σε επίσημα ή τεχνικά κείμενα.
El uniforme de la escuela es muy bonito.
(Η στολή του σχολείου είναι πολύ όμορφη.)
Los soldados llevan un uniforme que les identifica.
(Οι στρατιώτες φορούν μια στολή που τους αναγνωρίζει.)
Η λέξη uniforme μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Uniforme de gala
(Επίσημη στολή)
Ejemplo: En la ceremonia, todos los oficiales estaban en uniforme de gala.
(Στην τελετή, όλοι οι αξιωματικοί ήταν σε επίσημη στολή.)
Uniforme de trabajo
(Στολή εργασίας)
Ejemplo: Los empleados deben usar su uniforme de trabajo en la fábrica.
(Οι υπάλληλοι πρέπει να φοράνε τη στολή εργασίας τους στο εργοστάσιο.)
Mantener un uniforme
(Διατηρώ ομοιομορφία)
Ejemplo: Es importante mantener un uniforme en el diseño de la página web.
(Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε μια ομοιομορφία στο σχεδιασμό της ιστοσελίδας.)
Η λέξη uniforme προέρχεται από τη λατινική λέξη uniformis, που σημαίνει "ομοιόμορφος", από το uni- (ένα) και formis (μορφή).
Συνώνυμα: - vestuario (ενδυματολογικό) - atuendo (ένδυση)
Αντώνυμα: - desuniforme (δυσμορφία) - vario (ποικιλία)
Αυτή είναι μια συνοπτική ανάλυση της λέξης uniforme, ελπίζω να σας φανεί χρήσιμη!