Το "unir" είναι ρήμα.
/uniɾ/
Το "unir" στα Ισπανικά σημαίνει "να ενώσω" ή "να συνδέσω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία συγκόλλησης ή συνένωσης δύο ή περισσότερων πραγμάτων σε ένα σύνολο. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα ή επίσημες περιστάσεις.
Es importante unir los esfuerzos para lograr el objetivo.
Είναι σημαντικό να ενώσουμε τις δυνάμεις για να πετύχουμε τον στόχο.
Decidieron unir sus vidas en matrimonio.
Αποφάσισαν να συνδέσουν τις ζωές τους με γάμο.
Η λέξη "unir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Unir fuerzas
Να ενώσουμε τις δυνάμεις μας.
Es necesario unir fuerzas para enfrentar la crisis.
Είναι απαραίτητο να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να αντιμετωπίσουμε την κρίση.
Unir cabezas
Να συγκεντρώσουμε τις σκέψεις μας.
Vamos a unir cabezas para resolver este problema.
Ας συγκεντρώσουμε τις σκέψεις μας για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
Unir la familia
Να ενώσουμε την οικογένεια.
El objetivo de la fiesta es unir la familia.
Ο σκοπός της γιορτής είναι να ενώσει την οικογένεια.
Η λέξη "unir" προέρχεται από το Λατινικό "unire", που σημαίνει "να ενώσω".