unirse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

unirse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

«Unirse» είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [uniɾse]

Επιλογές μετάφρασης για το Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη «unirse» σημαίνει τη διαδικασία του να ενωθείς ή να γίνεις μέλος μιας ομάδας ή ενός συνόλου. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά συμφραζόμενα, αλλά και σε νομικά ή οργανωτικά πλαίσια. Παρόλο που χρησιμοποιείται και στην προφορική και τη γραπτή γλώσσα, είναι πιο συχνή στην προφορική επικοινωνία, ειδικά σε ανεπίσημες συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Quiero unirme al club de lectura.
  2. Θέλω να ενωθώ με τον σύλλογο ανάγνωσης.

  3. Es importante unirse para defender nuestros derechos.

  4. Είναι σημαντικό να ενωθούμε για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας.

  5. Ellos decidieron unirse a la causa.

  6. Αυτοί αποφάσισαν να προσχωρήσουν στην υπόθεση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη «unirse» χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν τη σύμπραξη ή τη συνεργασία. Ακολουθούν μερικές παραδείγματικές προτάσεις:

  1. Unirse a la fiesta.
  2. Ενώνω με το πάρτι.

  3. Unirse en el esfuerzo.

  4. Ενωθείτε στην προσπάθεια.

  5. Unirse como hermanos.

  6. Ενωθείτε σαν αδέρφια.

  7. Unirse en la lucha.

  8. Ενωθείτε στη μάχη.

  9. Es momento de unirse y hacer cambios.

  10. Είναι ώρα να ενωθούμε και να κάνουμε αλλαγές.

  11. Unirse a una campaña.

  12. Ενωθείτε σε μια καμπάνια.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό ρήμα «unir», που σημαίνει «να ενώνω» και είναι στενά συνδεδεμένο με τη λατινική λέξη «unire».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asociarse (συνεργάζομαι) - juntarse (συγκεντρώνομαι)

Αντώνυμα: - separarse (χωρίζομαι) - disociarse (διαχωρίζομαι)



23-07-2024