«Unirse» είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [uniɾse]
Η λέξη «unirse» σημαίνει τη διαδικασία του να ενωθείς ή να γίνεις μέλος μιας ομάδας ή ενός συνόλου. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά συμφραζόμενα, αλλά και σε νομικά ή οργανωτικά πλαίσια. Παρόλο που χρησιμοποιείται και στην προφορική και τη γραπτή γλώσσα, είναι πιο συχνή στην προφορική επικοινωνία, ειδικά σε ανεπίσημες συζητήσεις.
Θέλω να ενωθώ με τον σύλλογο ανάγνωσης.
Es importante unirse para defender nuestros derechos.
Είναι σημαντικό να ενωθούμε για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας.
Ellos decidieron unirse a la causa.
Η λέξη «unirse» χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν τη σύμπραξη ή τη συνεργασία. Ακολουθούν μερικές παραδείγματικές προτάσεις:
Ενώνω με το πάρτι.
Unirse en el esfuerzo.
Ενωθείτε στην προσπάθεια.
Unirse como hermanos.
Ενωθείτε σαν αδέρφια.
Unirse en la lucha.
Ενωθείτε στη μάχη.
Es momento de unirse y hacer cambios.
Είναι ώρα να ενωθούμε και να κάνουμε αλλαγές.
Unirse a una campaña.
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό ρήμα «unir», που σημαίνει «να ενώνω» και είναι στενά συνδεδεμένο με τη λατινική λέξη «unire».
Συνώνυμα: - asociarse (συνεργάζομαι) - juntarse (συγκεντρώνομαι)
Αντώνυμα: - separarse (χωρίζομαι) - disociarse (διαχωρίζομαι)