Η λέξη "universal" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "universal" στα ισπανικά είναι: [uniˈbeɾsal]
Η λέξη "universal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που χαρακτηρίζει όλα τα μέρη ή τις πτυχές ενός πράγματος και είναι συνολικά κατανοητό ή αποδεκτό σε ένα παγκόσμιο ή γενικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η φιλοσοφία, η επιστήμη, οι νόμοι και η τέχνη. Σε γενικές γραμμές, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
El concepto de derecho universal se basa en la idea de que todos los seres humanos tienen derechos inherentes.
(Η έννοια του καθολικού δικαίου βασίζεται στην ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν έμφυτα δικαιώματα.)
Existen principios universales en la ética que son aceptados por diferentes culturas.
(Υπάρχουν καθολικές αρχές στην ηθική που γίνονται αποδεκτές από διαφορετικούς πολιτισμούς.)
Η λέξη "universal" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Derecho universal"
(Καθολικό δίκαιο) - Αναφέρεται σε δικαιώματα που πρέπει να αναγνωρίζονται σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το πολιτισμικό ή νομικό πλαίσιο.
"Lenguaje universal"
(Καθολική γλώσσα) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια γλώσσα ή ένα σύστημα που είναι κατανοητό από όλους.
"Valores universales"
(Καθολικές αξίες) - Αξίες που είναι αναγνωρίσιμες και αποδεκτές από διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς.
Todos los países deberían reconocer los derechos universales.
(Όλες οι χώρες θα έπρεπε να αναγνωρίζουν τα καθολικά δικαιώματα.)
La música a menudo se considera un lenguaje universal que acerca a las personas.
(Η μουσική συχνά θεωρείται καθολική γλώσσα που φέρνει κοντά τους ανθρώπους.)
Los principios de justicia son vistos como valores universales en la mayoría de las civilizaciones.
(Οι αρχές της δικαιοσύνης θεωρούνται καθολικές αξίες στις περισσότερες πολιτισμούς.)
Η λέξη "universal" προέρχεται από το λατινικό "universalis", που σημαίνει "γενικός" ή "καθολικός".
Συνώνυμα: - global - común - general
Αντώνυμα: - específico - particular - limitado