Η λέξη «universidad» είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [uniβeɾsiˈðað]
Η λέξη «universidad» χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που προσφέρει ανώτατες σπουδές. Τα πανεπιστήμια παρέχουν προγράμματα σπουδών για πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά σε διάφορους τομείς. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, σχεδόν με την ίδια συχνότητα.
Σπουδάζω στο πανεπιστήμιο.
La universidad ofrece varios programas de maestría.
Η λέξη «universidad» εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Το να πας στο πανεπιστήμιο είναι μια μεγάλη εμπειρία.
Se graduó de la universidad con honores.
Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο με τιμές.
La universidad es el lugar donde haces amigos para toda la vida.
Το πανεπιστήμιο είναι το μέρος όπου κάνεις φιλίες για μια ζωή.
Estudiar en la universidad te abre muchas puertas.
Το να σπουδάσεις στο πανεπιστήμιο σου ανοίγει πολλές πόρτες.
La università es un paso importante para el futuro.
Η λέξη «universidad» προέρχεται από το λατινικό «universitas», που σημαίνει «σύνολο» ή «ολοκλήρωση», και αναφορικά με την έννοια των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, σημαίνει τη συνολική κοινότητα μαθητών και δασκάλων.
Συνώνυμα: - Institución educativa (εκπαιδευτική ίδρυμα) - Academia (ακαδημία)
Αντώνυμα: - Ignorancia (αγνωσία) - Ineducación (έλλειψη εκπαίδευσης)