Η λέξη "uno" είναι αντωνυμία και αριθμός.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "uno" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /ˈuno/
Η λέξη "uno" στα Ελληνικά μεταφράζεται ως: - ένα (για αριθμητική χρήση) - κανένας (ως αντωνυμία)
Η λέξη "uno" σημαίνει "ένα" και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ποσότητα του ενός, είτε ως αριθμός είτε ως αντωνυμία. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά και σε διάφορα συμφραζόμενα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Uno puede hacer lo que quiera.
(Ένα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.)
Hay uno en la mesa.
(Υπάρχει ένα πάνω στο τραπέζι.)
Elegí uno de los libros.
(Διάλεξα ένα από τα βιβλία.)
Η λέξη "uno" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Uno no sabe lo que tiene hasta que lo pierde.
(Ένας δεν ξέρει τι έχει μέχρι να το χάσει.)
Ser uno mismo.
(Να είσαι ο εαυτός σου.)
Hacer uno de estos días.
(Να το κάνω μία από αυτές τις μέρες.)
Uno nunca sabe.
(Ένας ποτέ δεν ξέρει.)
Cada uno tiene su propio camino.
(Καθένας έχει το δικό του δρόμο.)
Η λέξη "uno" προέρχεται από το Λατινικό "unus", που σημαίνει "ένας". Αυτή η ρίζα παραμένει κεντρική σε πολλές ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - "Un" (μοναδικός αριθμός) - "Uno mismo" (ο εαυτός)
Αντώνυμα: - "Cero" (μηδέν) - "Varios" (πολλοί)