Η λέξη "untadura" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "untadura" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /untaˈðuɾa/.
Η λέξη "untadura" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "τύπος" ή "επάλειψη", και είναι συνήθως σχετική με το "λάδι" ή "γράσο".
Η λέξη "untadura" αναφέρεται κυρίως σε μια διαδικασία κατά την οποία ένα υλικό (συνήθως λιπαρό ή υγρό) εφαρμόζεται πάνω σε μια επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διαδικασίας αλείμματος ή λιπαντικού κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος, της βιομηχανίας ή άλλων εφαρμογών.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, όπως στο μαγείρεμα ή την τεχνική περιγραφή, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
"Η επάλειψη του ψωμιού με βούτυρο είναι νόστιμη."
"Hicieron una untadura de aceite en la sartén antes de cocinar."
"Έκαναν μια επάλειψη με λάδι στο τηγάνι πριν μαγειρέψουν."
"La untadura del medicamento es importante para su efecto."
Η λέξη "untadura" μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένη.
"Πριν μαγειρέψω, πάντα κάνω μια επάλειψη στο τηγάνι μου."
"Untar con cuidado"
Η λέξη "untadura" προέρχεται από το ρήμα "untar", που σημαίνει "να αλείφω". Σχετίζεται με την πράξη της αλειφής μιας ουσίας για να καλύψει ή να λιπαίνει.
Συνώνυμα: - Επάλειψη (aplicación) - Λίπανση (lubricación)
Αντώνυμα: - Ξηρασία (sequedad) - Απομάκρυνση (remoción)