untadura - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

untadura (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "untadura" είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "untadura" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /untaˈðuɾa/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "untadura" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "τύπος" ή "επάλειψη", και είναι συνήθως σχετική με το "λάδι" ή "γράσο".

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "untadura" αναφέρεται κυρίως σε μια διαδικασία κατά την οποία ένα υλικό (συνήθως λιπαρό ή υγρό) εφαρμόζεται πάνω σε μια επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διαδικασίας αλείμματος ή λιπαντικού κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος, της βιομηχανίας ή άλλων εφαρμογών.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, όπως στο μαγείρεμα ή την τεχνική περιγραφή, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. "La untadura del pan con mantequilla es deliciosa."
  2. "Η επάλειψη του ψωμιού με βούτυρο είναι νόστιμη."

  3. "Hicieron una untadura de aceite en la sartén antes de cocinar."

  4. "Έκαναν μια επάλειψη με λάδι στο τηγάνι πριν μαγειρέψουν."

  5. "La untadura del medicamento es importante para su efecto."

  6. "Η επάλειψη του φαρμάκου είναι σημαντική για την αποτελεσματικότητά του."

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "untadura" μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένη.

  1. "Hacer una untadura"
  2. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της εφαρμογής μιας λιπαρής ουσίας.
  3. "Antes de cocinar, siempre hago una untadura en mi sartén."
  4. "Πριν μαγειρέψω, πάντα κάνω μια επάλειψη στο τηγάνι μου."

  5. "Untar con cuidado"

  6. Υποδηλώνει προσοχή κατά την εφαρμογή μιας λιπαρής ουσίας.
  7. "Es necesario untar con cuidado para no desperdiciar."
  8. "Είναι απαραίτητο να αλείψω με προσοχή για να μην σπαταλήσω."

Ετυμολογία

Η λέξη "untadura" προέρχεται από το ρήμα "untar", που σημαίνει "να αλείφω". Σχετίζεται με την πράξη της αλειφής μιας ουσίας για να καλύψει ή να λιπαίνει.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Επάλειψη (aplicación) - Λίπανση (lubricación)

Αντώνυμα: - Ξηρασία (sequedad) - Απομάκρυνση (remoción)



23-07-2024