Ρήμα
/untar/
Η λέξη "untar" στα Ισπανικά σημαίνει την πράξη του να αλείφεις ή να απλώνεις κάτι, συχνά χρησιμοποιούμενη για το να αλείφεις βούτυρο, μαρμελάδα ή άλλο υλικό σε ψωμί ή άλλη επιφάνεια. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε διαδικασίες λιπαντικού χαρακτήρα.
Η χρήση της είναι διαδεδομένη και μπορεί να βρεθεί σε καθημερινές συνομιλίες (προφορική γλώσσα) αλλά και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με μαγειρική ή πρακτικές οδηγίες.
Es mejor untar el pan con mantequilla.
(Είναι καλύτερο να αλείψεις το ψωμί με βούτυρο.)
Voy a untar la tostada con mermelada.
(Θα αλείψω τη φρυγανιά με μαρμελάδα.)
No olvides untar el aceite en la sartén antes de cocinar.
(Μην ξεχάσεις να λιπαίνεις τη τηγανίτα πριν μαγειρέψεις.)
Η λέξη "untar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που κάνουν χρήση του ρήματος. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Ejemplo: Ella sabe cómo untar con oro cada presentación.
(Αυτή ξέρει πώς να "αλειφει" με χρυσό κάθε παρουσίαση.)
Untar las manos
(Να αλείψεις τα χέρια - να συμμετέχεις σε κάτι, συνήθως σε πονηρούς ή ύποπτους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς)
Ejemplo: No te atrevas a untar las manos en ese negocio sucio.
(Μην τολμήσεις να "αλειφεις" τα χέρια σου σε αυτή την ύποπτη επιχείρηση.)
Untar el terreno
(Να "αλείψεις" το έδαφος - να προετοιμάσεις κάτι ή να δημιουργήσεις συνθήκες για κάτι)
Η λέξη "untar" προέρχεται από την λατινική ρίζα "unctare", η οποία έχει τη σημασία του "να αλείφεις" ή "να λιπαίνεις".
Συνώνυμα: - Alinear - Lubricar - Aplicar
Αντώνυμα: - Secar - Despejar - Limpiar