Το "urbanismo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [uɾβani̯izmo]
Η λέξη "urbanismo" αναφέρεται στη μελέτη και τη διαχείριση του αστικού χώρου, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων και των πολιτικών που επηρεάζουν τη χωρική οργάνωση πόλεων και κοινοτήτων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η πολεοδομία, η κοινωνιολογία και η περιβαλλοντική επιστήμη. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές μορφές, όπως επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με την ανάπτυξη και τη διαχείριση των αστικών χώρων.
Η βιώσιμη αστικοποίηση είναι απαραίτητη για τις πόλεις του μέλλοντος.
Los planes de urbanismo deben considerar el medio ambiente.
Η κριτική πολεοδομία επιδιώκει να αμφισβητήσει τα παραδοσιακά μοντέλα.
El urbanismo participativo permite la inclusión de los ciudadanos en el proceso.
Η συμμετοχική πολεοδομία επιτρέπει την ένταξη των πολιτών στη διαδικασία.
El urbanismo contemporáneo enfrenta grandes retos sociales y medioambientales.
Η σύγχρονη πολεοδομία αντιμετωπίζει μεγάλες κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις.
La teoría del urbanismo sostenible se centra en el equilibrio entre desarrollo y conservación.
Η λέξη "urbanismo" προέρχεται από το λατινικό "urbanus," που σημαίνει "αστικός" ή "πόλης." Σχηματίζεται από το "urbs" (πόλη) με την προσθήκη του επιθήματος "-ismo," που υποδηλώνει μια θεωρία ή πρακτική.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "urbanismo" και της σημασίας της στη γλώσσα και τον πολιτισμό.