Επίθετο
/urˈxente/
Η λέξη "urgente" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που απαιτεί άμεση προσοχή ή δράση. Συναντάται συχνά σε καταστάσεις όπου η ταχύτητα και η προτεραιότητα είναι σημαντικές. Παραδείγματα περιλαμβάνουν ιατρικές ανάγκες, νομικές υποθέσεις ή στρατιωτική δράση. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
La situación es urgente y necesitamos actuar de inmediato.
Η κατάσταση είναι επείγουσα και χρειάζεται να δράσουμε άμεσα.
Tengo un problema urgente que debe resolverse hoy.
Έχω ένα επείγον πρόβλημα που πρέπει να λυθεί σήμερα.
Asunto urgente
Επείγον θέμα
Π.χ. Él me llamó para discutir un asunto urgente.
(Με κάλεσε για να συζητήσουμε ένα επείγον θέμα.)
Necesidad urgente
Επείγουσα ανάγκη
Π.χ. La comunidad tiene una necesidad urgente de recursos.
(Η κοινότητα έχει μια επείγουσα ανάγκη για πόρους.)
Mensaje urgente
Επείγον μήνυμα
Π.χ. Recibí un mensaje urgente sobre la reunión.
(Έλαβα ένα επείγον μήνυμα σχετικά με τη συνάντηση.)
Llamada urgente
Επείγουσα κλήση
Π.χ. Hice una llamada urgente al médico.
(Έκανα μια επείγουσα κλήση στον γιατρό.)
Η λέξη "urgente" προέρχεται από το λατινικό "urgens," που σημαίνει "πιέζω" ή "αναγκάζω." Το ρίζα δείχνει την αίσθηση της πίεσης και της επείγουσας ανάγκης.
inminente (άμεσος)
Αντώνυμα: