Ρήμα
/urˈxiɾ/
Η λέξη "urgir" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάγκη ή την υπερβολική επιτακτικότητα μιας ενέργειας ή κατάστασης. Συχνά χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα καθώς και σε νομικά πλαίσια για να υποδηλώσει την επείγουσα ανάγκη για δράση. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε περιβάλλοντα όπου έχουν άμεσες προθεσμίες και απαιτείται άμεση αντίδραση, γι' αυτό και συναντάται συχνότερα σε γραπτά κείμενα και επίσημες επικοινωνίες.
Es urgente que resuelvas este problema.
(Είναι επείγον να λύσεις αυτό το πρόβλημα.)
Tenemos que urgir a la administración a tomar decisiones.
(Πρέπει να επιταχύνουμε τη διοίκηση να πάρει αποφάσεις.)
Η λέξη "urgir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Urgir a alguien a hacer algo
(Να σπρώξεις κάποιον να κάνει κάτι.)
Es necesario urgirle a que actúe pronto.
(Είναι απαραίτητο να τον σπρώξεις να ενεργήσει γρήγορα.)
Urgir la situación
(Η κατάσταση επείγει.)
La situación es tan crítica que urge una solución.
(Η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη ώστε επείγει μια λύση.)
No urge tanto
(Δεν είναι τόσο επείγον.)
Ese asunto no urge tanto como piensas.
(Αυτό το θέμα δεν είναι τόσο επείγον όσο νομίζεις.)
Η λέξη "urgir" προέρχεται από την λατινική λέξη "urgere", που σημαίνει "σπρώχνω" ή "πιέζω".
Συνώνυμα: - apremiar - insistir - presionar
Αντώνυμα: - dilatar - posponer - retrasar