urinario - Επίθετο
/puriˈnaɾjo/
Η λέξη urinario αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τα ούρα ή το ουροποιητικό σύστημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα, όπως σε όρους που περιγράφουν ασθένειες ή διαδικασίες που σχετίζονται με την παραγωγή, τη μεταφορά ή την απέκκριση ούρων. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή στα γραπτά κείμενα, ειδικά σε ιατρικές αναφορές, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Το ουροποιητικό σύστημα είναι απαραίτητο για την απομάκρυνση αποβλήτων από το σώμα.
Infecciones urinarias son comunes en mujeres.
Οι ουρολοίμωξεις είναι συχνές στις γυναίκες.
Es importante mantener una buena salud urinaria.
Η λέξη urinario χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές φράσεις σε καθημερινή χρήση:
"Είμαι έτοιμος να πάω στο ουρητήριο."
"Los problemas urinarios pueden afectar la calidad de vida."
"Τα ουρολογικά προβλήματα μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής."
"La salud urinaria es fundamental para un buen bienestar."
Η λέξη urinario προέρχεται από το λατινικό urinarius, που σημαίνει "σχετικός με τα ούρα", το οποίο έχει τη ρίζα του στην ελληνική λέξη "οὖρον" (οὖρον).
Συνώνυμα: - Urológico (ουρολογικός) - Excretor (εξωτερικός)
Αντώνυμα: - N/A (δεν υπάρχουν γνωστά αντίθετα στον ιατρικό τομέα για αυτή τη λέξη)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια λεπτομερή εικόνα του όρου "urinario" στα Ισπανικά, εστιάζοντας στις ιατρικές και ανατομικές του χρήσεις.