urna: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
IPA: /ˈuɾ.na/
Η λέξη "urna" αναφέρεται κυρίως σε ένα δοχείο, το οποίο χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ψηφοφορίας (κάλπη) ή για την αποθήκευση ανθρωπίνων χημικών στον θάνατο (κράτημα της στάχτης). Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται ευρέως, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συχνά σε πολιτικά και τελετουργικά συμφραζόμενα.
Las urnas están listas para las elecciones.
(Οι κάλπες είναι έτοιμες για τις εκλογές.)
Después de la cremación, guardamos las cenizas en una urna.
(Μετά την καύση, κρατήσαμε τις στάχτες σε μια urn.)
Η λέξη "urna" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Echar un voto en la urna.
(Ρίχνω μια ψήφο στην κάλπη.)
Estar en la urna.
(Να είσαι σε κίνδυνο ή σε κατάσταση αναμονής.)
Confianza en las urnas.
(Εμπιστοσύνη στις κάλπες, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πίστη στη διαδικασία των εκλογών.)
Urna electoral.
(Εκλογική κάλπη, που αναφέρεται σε κάλπες που χρησιμοποιούνται για εκλογές.)
Η λέξη "urna" προέρχεται από το λατινικό "urna", που επίσης σήμαινε κάλπη ή δοχείο για κρατήσεις. Η ρίζα της σχετίζεται με τη σημασία της αποθήκευσης και διατήρησης ουσιών.
Συνώνυμα: - Κάλπη: "urna electoral" - Δοχείο: "recipiente"
Αντώνυμα: - Αποκάλυψη: "revelación" (σε περιπτώσεις που εννοούμε τη ανοικτής διαδικασίας αντί της αποθήκευσης) - Εκφορά: "expulsión" (σε περιπτώσεις που αναφέρεται σε απόρριψη ή απομάκρυνση από ένα κλειστό δοχείο)