Ο όρος "urticaria" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική αποτύπωση του όρου είναι: /uɾtiˈkaɾja/
Η λέξη "urticaria" αναφέρεται σε μια δερματική αντίδραση που προκαλεί την εμφάνιση κόκκινων, φουσκάλων ή εξανθημάτων στο δέρμα, που συχνά συνοδεύεται από δυσφορία ή φαγούρα. Η κνίδωση μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, όπως αλλεργίες, λοιμώξεις ή στρες. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής και ειδικότερα στην αλλεργιολογία.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε ιατρικά κείμενα και υπηρέτης συζητήσεων, ενώ επίσης χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο από ασθενείς που εκφράζουν τα συμπτώματά τους.
La urticaria puede aparecer después de comer ciertos alimentos.
(Η κνίδωση μπορεί να εμφανιστεί μετά την κατανάλωση ορισμένων τροφών.)
El médico diagnosticó urticaria en el paciente.
(Ο γιατρός διέγνωσε κνίδωση στον ασθενή.)
Es importante identificar la causa de la urticaria para evitar futuros brotes.
(Είναι σημαντικό να εντοπίσουμε την αιτία της κνίδωσης για να αποφύγουμε μελλοντικές εκδηλώσεις.)
Η λέξη "urticaria" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα όπως:
Me da urticaria pensar en el estrés que podría causar esta situación.
(Με πιάνει κνίδωση μόνο που σκέφτομαι το άγχος που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή η κατάσταση.)
La urticaria no es sólo un problema físico, también puede afectar emocionalmente.
(Η κνίδωση δεν είναι μόνο ένα φυσικό πρόβλημα, μπορεί επίσης να επηρεάσει ψυχολογικά.)
La piel reacciona con urticaria ante ciertos medicamentos.
(Το δέρμα αντιδρά με κνίδωση σε ορισμένα φάρμακα.)
Η λέξη "urticaria" προέρχεται από το λατινικό "urtica", που σημαίνει "τσουκνίδα", και σχετίζεται με την αίσθηση καύσου που προκαλεί η τσουκνίδα, η οποία είναι γνωστή για τις ερεθιστικές της ιδιότητες.