usado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

usado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "usado" είναι επίθετο και εκφράζει την έννοια του "χρησιμοποιημένου".

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "usado" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /uˈsaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "usado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί ή είναι σε επαναχρησιμοποίηση. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου κάτι δεν είναι καινούργιο, αλλά εξακολουθεί να είναι λειτουργικό. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "usado" είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, όταν γίνεται αναφορά σε προϊόντα, αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν είναι καινούργια.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Este coche es usado, pero está en buenas condiciones.
    (Αυτοκίνητο είναι μεταχειρισμένο, αλλά είναι σε καλή κατάσταση.)

  2. Siempre compro ropa usada en las tiendas de segunda mano.
    (Πάντα αγοράζω μεταχειρισμένα ρούχα από τα καταστήματα μεταχειρισμένων.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "usado" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. No quiero algo usado, prefiero lo nuevo.
    (Δεν θέλω κάτι μεταχειρισμένο, προτιμώ το καινούργιο.)

  2. A veces, lo usado tiene más historia que lo nuevo.
    (Κάποιες φορές, το μεταχειρισμένο έχει περισσότερη ιστορία από το καινούργιο.)

  3. En la vida, muchas cosas son usadas antes de ser desechadas.
    (Στη ζωή, πολλά πράγματα χρησιμοποιούνται πριν πεταχτούν.)

  4. Comprar usado puede ser una excelente manera de ahorrar dinero.
    (Η αγορά μεταχειρισμένου μπορεί να είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για να εξοικονομήσετε χρήματα.)

  5. Los muebles usados pueden dar un toque vintage a tu hogar.
    (Τα μεταχειρισμένα έπιπλα μπορεί να δώσουν μια vintage αίσθηση στο σπίτι σας.)

  6. La idea de reutilizar lo usado está ganando popularidad.
    (Η έννοια της επαναχρησιμοποίησης του μεταχειρισμένου κερδίζει δημοτικότητα.)

  7. Me gustan las tiendas que venden ropa usada, tienen cosas únicas.
    (Μου αρέσουν τα καταστήματα που πωλούν μεταχειρισμένα ρούχα, έχουν μοναδικά πράγματα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "usado" προέρχεται από το ρήμα "usar", που σημαίνει "να χρησιμοποιώ". Το επίθετο έχει τη μορφή του παρελθόντος participio, που δηλώνει ότι έχει γίνει χρήση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Η λέξη "usado" έχει μια πλούσια χρήση στη γλώσσα και αντανακλά τη διαδικασία της χρήσης και της επαναχρησιμοποίησης που είναι σημαντική στον σύγχρονο κόσμο.



23-07-2024