Το "usufructo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "usufructo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /usufˈrukt.o/.
Ο όρος "usufructo" αναφέρεται στο δικαίωμα κάποιου να χρησιμοποιεί και να απολαμβάνει τα ωφέλη από ξένα περιουσιακά στοιχεία, διατηρώντας παράλληλα την ιδιοκτησία του ακινήτου από τον ιδιοκτήτη. Είναι ένα νομικό και οικονομικό στοιχείο που κυριολεκτικά σημαίνει "χρήση και απόλαυση". Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, με μεγάλη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια νομικών συζητήσεων ή στην καθημερινή ζωή όταν αναφέρονται περιουσιακά στοιχεία.
Το usufructo μπορεί να συσταθεί για καθορισμένο χρονικό διάστημα.
Los derechos de usufructo son importantes en el derecho civil.
Τα δικαιώματα usufructo είναι σημαντικά στο αστικό δίκαιο.
El usufructo permite disfrutar de la propiedad sin ser propietario.
Ο όρος "usufructo" χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, χωρίς πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δώσουμε ορισμένες σχετικές φράσεις:
Το usufructo εφ' όρου ζωής προσφέρει οικονομική ασφάλεια.
El usufructo en el contrato de arrendamiento es fundamental.
Το usufructo στη μίσθωση είναι θεμελιώδες.
El usufructo puede ser un recurso estratégico en la planificación patrimonial.
Το usufructo μπορεί να είναι ένας στρατηγικός πόρος στον περιουσιακό σχεδιασμό.
Al ceder el usufructo, se conservan los derechos de propiedad.
Η λέξη "usufructo" προέρχεται από τη λατινική φράση "usus fructus", που σημαίνει "χρήση και καρπός". Αυτή η προέλευση αντικατοπτρίζει τη φύση της έννοιας, η οποία συνδυάζει τη χρήση με την απόλαυση των ωφελειών που παρέχει η χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου.
Συνώνυμα: - Derecho de uso (δικαίωμα χρήσης) - Fructo (καρπός)
Αντώνυμα: - Pérdida de usufructo (απώλεια usufructo) - Propiedad plena (πλήρης ιδιοκτησία)
Αυτές οι πληροφορίες ενσωματώνουν την έννοια και τη χρήση του "usufructo" στο ισπανικό γλωσσικό και νομικό πλαίσιο.