Usura είναι ουσιαστικό (feminine noun).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /uˈsu.ɾa/
Η usura αναφέρεται στην πρακτική της τοκογλυφίας, δηλαδή στην προσφορά δανείων με εξαιρετικά υψηλά επιτόκια, που συχνά είναι παράνομα ή ηθικά αμφισβητούμενα. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή σε νομικά και οικονομικά κείμενα, καθώς και σε συζητήσεις που αφορούν τη χρηματοδότηση και τη δανειοδότηση. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο.
La usura es un problema serio en muchas comunidades.
(Η τοκογλυφία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα σε πολλές κοινότητες.)
Muchos préstamos personales sufren de usura.
(Πολλά προσωπικά δάνεια υπόκεινται σε τοκογλυφία.)
El gobierno está tomando medidas contra la usura en el sistema financiero.
(Η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα κατά της τοκογλυφίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.)
Η λέξη usura χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
"Caer en la usura"
(Να πέσεις στην τοκογλυφία): αναφέρεται στο να καταλήξεις σε έναν κυκλωμένο δανεισμό με υπερβολικούς όρους.
Είναι fácil caer en la usura si no se tienen cuidados financieros.
(Είναι εύκολο να πέσεις στην τοκογλυφία αν δεν έχεις οικονομικές φροντίδες.)
"Vivir de usura"
(Να ζεις από την τοκογλυφία): να κερδίζεις χρήματα μέσω τοκογλυφικών πρακτικών ή δανείων.
Algunos prestamistas viven de usura y arruinan a las personas.
(Ορισμένοι δανειστές ζουν από την τοκογλυφία και καταστρέφουν ανθρώπους.)
"Usura legal"
(Νόμιμη τοκογλυφία): αναφέρεται σε επιτόκια ή χρεώσεις δανείων που επιτρέπονται από τον νόμο.
Debemos tener cuidado con la usura legal en los préstamos.
(Πρέπει να προσέχουμε τη νόμιμη τοκογλυφία στα δάνεια.)
Η λέξη usura προέρχεται από τη λατινική λέξη "usura", η οποία σημαίνει "τόκος". Στη διάρκεια των αιώνων, η λέξη διατηρήθηκε σε πολλές γλώσσες της ρομαντικής οικογένειας, διατηρώντας την αρχική της σημασία.
Συνώνυμα:
- Interés excesivo (υπερβολικό επιτόκιο)
- Exacción (εξαίρεση)
Αντώνυμα:
- Interés razonable (λογικό επιτόκιο)
- Préstamo justo (δίκαιο δάνειο)