Η λέξη usurero είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /usiˈɾeɾo/
Η λέξη usurero αναφέρεται σε ένα άτομο που δανείζει χρήματα σε άλλους, συχνά σε πολύ υψηλό επιτόκιο, εκμεταλλευόμενο τη δυσκολία των δανειοληπτών. Ο τοκογλύφος συνήθως δεν βρίσκεται σε νόμιμες ή ρυθμισμένες οικονομικές δραστηριότητες.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα σχετικά με τα οικονομικά και τη δικαιοσύνη, αλλά εμφανίζεται επίσης στη συνομιλία. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτές περιγράψεις και αναφορές.
El usurero cobraba intereses desorbitados.
(Ο τοκογλύφος απαιτούσε υπερβολικά επιτόκια.)
La gente a menudo cae en manos de un usurero por desesperación.
(Οι άνθρωποι συχνά πέφτουν στα χέρια ενός τοκογλύφου από απελπισία.)
Es ilegal ser usurero en muchas partes del mundo.
(Είναι παράνομο να είσαι τοκογλύφος σε πολλές περιοχές του κόσμου.)
Η λέξη usurero χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπογραμμίζοντας την εκμετάλλευση που συνδέεται με τη δανειοδότηση.
No caigas en la trampa del usurero.
(Μην πέσεις στην παγίδα του τοκογλύφου.)
El usurero siempre está al acecho de nuevos clientes.
(Ο τοκογλύφος πάντα καραδοκεί για νέα θύματα.)
Las consecuencias de tratar con un usurero pueden ser devastadoras.
(Οι συνέπειες του να συναλλαγείς με έναν τοκογλύφο μπορεί να είναι καταστροφικές.)
Muchos optan por el usurero cuando no tienen otras opciones.
(Πολλοί επιλέγουν τον τοκογλύφο όταν δεν έχουν άλλες επιλογές.)
Es importante educar a la gente sobre los riesgos de los usureros.
(Είναι σημαντικό να εκπαιδεύουμε τους ανθρώπους σχετικά με τους κινδύνους των τοκογλύφων.)
Η λέξη usurero προέρχεται από το ρήμα usurpar, που σημαίνει «να εκμεταλλεύεσαι» ή «να παίρνεις με δύναμη». Συνδέεται στενά με την έννοια της αδικίας και της εκμετάλλευσης.