Η λέξη "utensilio" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "utensilio" είναι: /utenˈsi.ljo/
Η λέξη μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - εργαλείο - σκεύος - utensilio (διατηρείται η ισπανική μορφή ενίοτε)
Η λέξη "utensilio" αναφέρεται σε οποιοδήποτε εργαλείο ή σκεύος που χρησιμοποιείται για έναν συγκεκριμένο σκοπό, συνήθως σχετικό με τη μαγειρική ή την τέχνη, όπως κουζινικά σκεύη. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ισπανόφωνων και ανήκει σε καθημερινές συζητήσεις, εφόσον η μαγειρική είναι ένα κοινό θέμα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο τεχνικά περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτές και προφορικές αναφορές για σκεύη και εργαλεία.
Ο σεφ χρησιμοποίησε ένα ειδικό εργαλείο για να ετοιμάσει το φαγητό.
Necesito comprar un utensilio para mezclar la masa.
Χρειάζομαι να αγοράσω ένα σκεύος για να ανακατέψω τη ζύμη.
Los utensilios de cocina deben limpiarse después de usarlos.
Η λέξη "utensilio" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Τι να κάνω; Αυτό είναι το μόνο μου εργαλείο στη μάχη.
"Utensilio de la vida cotidiana"
Η κουζίνα είναι γεμάτη καθημερινά σκεύη που κάνουν τη ζωή πιο εύκολη.
"Utensilios para el arte"
Η λέξη "utensilio" προέρχεται από το λατινικό "utensilium", που σημαίνει «εργαλείο» ή «σκέυος». Η ρίζα του λατινικού όρου είναι το "utens", που σημαίνει «αυτό που χρησιμοποιείται».
Συνώνυμα: - herramienta (εργαλείο) - aparato (συσκευή) - implemento (εξοπλισμός)
Αντώνυμα: - improductivo (μη παραγωγικό) - inútil (άχρηστο)
Αυτές οι πληροφορίες προσδιορίζουν τις πτυχές της λέξης "utensilio" στον ισπανικό γλωσσικό χώρο.