utilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

utilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "utilidad" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/utiˈliðað/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "utilidad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός πράγματος ή μιας υπηρεσίας να είναι χρήσιμη ή ωφέλιμη. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της οικονομίας για να περιγράψει την ικανοποίηση που παράγει ένα αγαθό ή μια υπηρεσία για τους καταναλωτές. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε έννοιες όπως η ωφέλεια ενός δικαιώματος ή μιας υποχρέωσης.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης "utilidad" είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα σχετικά με την οικονομία και τη νομολογία, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La utilidad de este producto es que ahorra tiempo.
    (Η χρησιμότητα αυτού του προϊόντος είναι ότι εξοικονομεί χρόνο.)

  2. La utilidad social de las leyes es fundamental para el desarrollo de la comunidad.
    (Η κοινωνική ωφέλεια των νόμων είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη της κοινότητας.)

  3. En economía, la utilidad marginal es un concepto clave.
    (Στην οικονομία, η περιθωριακή χρησιμότητα είναι μια βασική έννοια.)

Ιδωματικές εκφράσεις

Η λέξη "utilidad" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. No hay mayor utilidad que la satisfacción del cliente.
    (Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ωφέλεια από την ικανοποίηση του πελάτη.)

  2. La utilidad pública debe prevalecer sobre los intereses privados.
    (Η δημόσια ωφέλεια πρέπει να υπερισχύει των ιδιωτικών συμφερόντων.)

  3. Un bien tiene utilidad si satisface las necesidades del consumidor.
    (Ένα αγαθό έχει χρησιμότητα αν ικανοποιεί τις ανάγκες του καταναλωτή.)

  4. La utilidad de la tecnología en la educación es indiscutible.
    (Η χρησιμότητα της τεχνολογίας στην εκπαίδευση είναι αδιαμφισβήτητη.)

  5. El concepto de utilidad se refiere a la satisfacción del consumidor.
    (Η έννοια της ωφέλειας αναφέρεται στην ικανοποίηση του καταναλωτή.)

Ετυμολογία

Η λέξη "utilidad" προέρχεται από το λατινικό "utilitas", το οποίο προέρχεται από το "utilis", που σημαίνει "χρήσιμος" ή "ωφέλιμος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - χρησιμότητα - ωφέλεια - χρηστικότητα

Αντώνυμα: - αχρησία - ανωφελία - ζημία



22-07-2024