Το "utilizar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "utilizar": [u.tiliˈθaɾ] (στόματος Ισπανικά)
Η λέξη "utilizar" σημαίνει "να χρησιμοποιώ" ή "να κάνω χρήση" κάποιου αντικειμένου ή πόρου. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του νομικού, για να δηλώσει την πράξη της χρήσης κάποιου εργαλείου, υπηρεσίας ή εφαλτηρίου.
Στη γλώσσα των Ισπανικά, το "utilizar" χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό κείμενο, αλλά είναι εξίσου διαδεδομένο στον προφορικό λόγο.
(Ο δικηγόρος χρειάζεται να χρησιμοποιήσει όλους τους πόρους που έχει στη διάθεσή του.)
Ella decidió utilizar una nueva estrategia para su proyecto.
(Αυτή αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια νέα στρατηγική για το έργο της.)
Es importante utilizar herramientas adecuadas para el trabajo.
Η λέξη "utilizar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Γενικά, οι εκφράσεις αυτές αναδεικνύουν τη σημασία της πρακτικής χρήσης ή εφαρμογής διαφόρων στοιχείων.
Αυτό σημαίνει να σκέφτεσαι λογικά ή να χρησιμοποιείς τη λογική σου.
No utilizar las manos
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάγκη να είμαστε προσεκτικοί ή να αποφεύγουμε επιβλαβείς ενέργειες.
Utilizar el sentido común
Δηλώνει ότι κάποιος χρησιμοποιεί τη λογική του στην επίλυση ενός προβλήματος.
Utilizar recursos
Η λέξη "utilizar" προέρχεται από το λατινικό "utilizare", που σημαίνει "να χρησιμοποιώ, να κάνω χρήσιμο ή επωφελές".
Συνώνυμα: - emplear (χρησιμοποιώ) - aprovechar (αξιοποιώ)
Αντώνυμα: - desperdiciar (σπαταλώ) - descartar (απορρίπτω)