Η λέξη "utillaje" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "utillaje" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [utiˈʝa.xe]
Η λέξη "utillaje" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - εξοπλισμός - εργαλεία - αξεσουάρ
Η "utillaje" αναφέρεται γενικά σε σύνολο εργαλείων, αξεσουάρ ή εξοπλισμού που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένες εργασίες ή διαδικασίες, κυρίως στον τομέα της βιομηχανίας και της τεχνολογίας. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή σε τεχνικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
Στην εξουσία, έχουμε όλο τον εξοπλισμό που χρειάζεται για να κάνουμε τις επισκευές.
La calidad del utillaje es fundamental para el éxito del proceso productivo.
Η λέξη "utillaje" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με την εργασία και την παραγωγή:
Η καλή χρήση του εξοπλισμού είναι κλειδί για να αποφευχθούν ατυχήματα.
En la industria, el utillaje adecuado puede aumentar la eficiencia.
Στη βιομηχανία, ο κατάλληλος εξοπλισμός μπορεί να αυξήσει την αποδοτικότητα.
El mantenimiento del utillaje garantiza la durabilidad de los instrumentos.
Η συντήρηση του εξοπλισμού διασφαλίζει τη μακροχρόνια διάρκεια των εργαλείων.
A la hora de producir, el utillaje juega un papel crucial.
Όταν πρόκειται για παραγωγή, ο εξοπλισμός παίζει κρίσιμο ρόλο.
El utillaje obsoleto puede limitar el crecimiento de la empresa.
Η λέξη "utillaje" προέρχεται από το ρήμα "utilizar", που σημαίνει "να χρησιμοποιώ", με το κατάληξη "-aje" που υποδεικνύει ένα σύνολο ή τη διαδικασία. Έτσι, "utillaje" σημαίνει αυτό που χρησιμοποιείται ή το σύνολο εργαλείων που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένες εργασίες.
Συνώνυμα: - equipamiento (εξοπλισμός) - herramientas (εργαλεία)
Αντώνυμα: - desuso (μη χρήση) - ineficacia (αναποτελεσματικότητα)