vacaciones - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vacaciones (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vacaciones" είναι ουσιαστικό και είναι στο πληθυντικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [bakaˈθjones] (Ισπανικά)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "vacaciones" αναφέρεται σε περιόδους ανάπαυσης ή απουσίας από την εργασία, κατά τις οποίες κάποιος μπορεί να ταξιδέψει, να ξεκουραστεί ή να απολαύσει ελεύθερο χρόνο. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, ενώ είναι διαδεδομένη στις πιο καθημερινές συνομιλίες και κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a tomar vacaciones en julio.
    "Θα πάρω διακοπές τον Ιούλιο."

  2. Las vacaciones de verano son las mejores.
    "Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι οι καλύτερες."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vacaciones" εμπλέκεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Estar de vacaciones
"Είμαι σε διακοπές."
Αναφέρεται στο να είσαι σε περίοδο διακοπών.

  1. Tomar unas vacaciones
    "Να πάρω μερικές διακοπές."
    Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάγκη να ξεφύγει κάποιος από τη ρουτίνα.

  2. Vacaciones pagadas
    "Πληρωμένες διακοπές."
    Αναφέρεται σε διακοπές που πληρώνονται από τον εργοδότη.

  3. Vacaciones de invierno
    "Χειμερινές διακοπές."
    Σημαίνει την περίοδο των διακοπών κατά τους χειμερινούς μήνες.

  4. Planear las vacaciones
    "Να σχεδιάσω τις διακοπές."
    Αφορά το προγραμματισμό για τις διακοπές.

Ετυμολογία

Η λέξη "vacaciones" προέρχεται από το λατινικό "vacatio", που σημαίνει "να είσαι ελεύθερος ή ανενεργός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- descanso (ανάπαυση) - tiempo libre (ελεύθερος χρόνος)

Αντώνυμα:
- trabajo (εργασία) - obligación (υποχρέωση)



22-07-2024