Η λέξη "vacante" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vacante" είναι /baˈkante/.
Η λέξη "vacante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κενό ή διαθέσιμο, πιο συχνά αναφερόμενη σε θέσεις εργασίας ή δωμάτια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε επίσημα και γραπτά συμφραζόμενα, όπως σε αγγελίες και έγγραφα. Χρησιμοποιείται επίσης σε καθημερινές συνομιλίες.
Υπάρχει μία κενή θέση στην εταιρεία για έναν μηχανικό.
El hotel tiene varias habitaciones vacantes.
Η λέξη "vacante" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η θέση παραμένει κενή.
Buscando una vacante en el mercado laboral.
Ψάχνοντας μια διαθέσιμη θέση στην αγορά εργασίας.
En este momento, no hay vacantes.
Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν κενές θέσεις.
Me dijeron que hay una vacante para el puesto de gerente.
Μου είπαν ότι υπάρχει μία κενή θέση για τη θέση του διευθυντή.
Espero encontrar una vacante que se ajuste a mis habilidades.
Η λέξη "vacante" προέρχεται από το λατινικό "vacans", που σημαίνει «κενός» ή «αδειανός».
Συνώνυμα: - disponible (διαθέσιμος) - libre (ελεύθερος) - desocupado (άνευ εργασίας)
Αντώνυμα: - ocupado (κατειλημμένος) - lleno (γεμάτος)