vacante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vacante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vacante" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vacante" είναι /baˈkante/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "vacante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κενό ή διαθέσιμο, πιο συχνά αναφερόμενη σε θέσεις εργασίας ή δωμάτια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε επίσημα και γραπτά συμφραζόμενα, όπως σε αγγελίες και έγγραφα. Χρησιμοποιείται επίσης σε καθημερινές συνομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Hay una vacante en la empresa para un ingeniero.
  2. Υπάρχει μία κενή θέση στην εταιρεία για έναν μηχανικό.

  3. El hotel tiene varias habitaciones vacantes.

  4. Το ξενοδοχείο έχει αρκετά διαθέσιμα δωμάτια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vacante" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. El puesto sigue vacante.
  2. Η θέση παραμένει κενή.

  3. Buscando una vacante en el mercado laboral.

  4. Ψάχνοντας μια διαθέσιμη θέση στην αγορά εργασίας.

  5. En este momento, no hay vacantes.

  6. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν κενές θέσεις.

  7. Me dijeron que hay una vacante para el puesto de gerente.

  8. Μου είπαν ότι υπάρχει μία κενή θέση για τη θέση του διευθυντή.

  9. Espero encontrar una vacante que se ajuste a mis habilidades.

  10. Ελπίζω να βρω μια διαθέσιμη θέση που να ταιριάζει στις ικανότητές μου.

Ετυμολογία

Η λέξη "vacante" προέρχεται από το λατινικό "vacans", που σημαίνει «κενός» ή «αδειανός».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - disponible (διαθέσιμος) - libre (ελεύθερος) - desocupado (άνευ εργασίας)

Αντώνυμα: - ocupado (κατειλημμένος) - lleno (γεμάτος)



22-07-2024