Το "vaciar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /βaˈθjaɾ/
Η λέξη "vaciar" σημαίνει να αδειάζεις ή να εκκενώνεις κάποιον ή κάτι από περιεχόμενο. Συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η οικιακή ζωή ή η βιομηχανία. Εμφανίζεται συχνά στην προφορική και γραπτή γλώσσα, με τη χρήση της να είναι σχετικά υψηλή.
Necesito vaciar la botella de agua.
(Χρειάζομαι να αδειάσω το μπουκάλι του νερού.)
Ella va a vaciar su bolso antes de viajar.
(Αυτή θα αδειάσει την τσάντα της πριν από το ταξίδι.)
Vamos a vaciar la piscina por mantenimiento.
(Θα αδειάσουμε την πισίνα για συντήρηση.)
Η λέξη "vaciar" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Significa expresar todo lo que sientes.
(Αδειάζω την καρδιά σημαίνει εκφράζω όλα όσα νιώθω.)
Vaciarse de preocupaciones
Significa liberarse de las preocupaciones.
(Αδειάζω από ανησυχίες σημαίνει απελευθερώνομαι από τις ανησυχίες.)
Vaciar la mente
Se utiliza cuando se quiere dejar de pensar en problemas.
(Αδειάζω το μυαλό σημαίνει όταν θέλω να σταματήσω να σκέφτομαι σε προβλήματα.)
Vaciar los bolsillos
Η λέξη "vaciar" προέρχεται από το λατινικό "vaccĭāre", που σημαίνει "να αδειάζω".
Συνώνυμα: - desalojar (εκκενώνω) - desocupar (απελευθερώνω) - quitar (αφαιρώ)
Αντώνυμα: - llenar (γεμίζω) - colmar (πληρώνομαι) - atiborrar (ξεχειλίζω)