vaciar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vaciar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "vaciar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /βaˈθjaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vaciar" σημαίνει να αδειάζεις ή να εκκενώνεις κάποιον ή κάτι από περιεχόμενο. Συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η οικιακή ζωή ή η βιομηχανία. Εμφανίζεται συχνά στην προφορική και γραπτή γλώσσα, με τη χρήση της να είναι σχετικά υψηλή.

Παραδείγματα

  1. Necesito vaciar la botella de agua.
    (Χρειάζομαι να αδειάσω το μπουκάλι του νερού.)

  2. Ella va a vaciar su bolso antes de viajar.
    (Αυτή θα αδειάσει την τσάντα της πριν από το ταξίδι.)

  3. Vamos a vaciar la piscina por mantenimiento.
    (Θα αδειάσουμε την πισίνα για συντήρηση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vaciar" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

Παραδείγματα

  1. Vaciar el corazón
  2. Significa expresar todo lo que sientes.
    (Αδειάζω την καρδιά σημαίνει εκφράζω όλα όσα νιώθω.)

  3. Vaciarse de preocupaciones

  4. Significa liberarse de las preocupaciones.
    (Αδειάζω από ανησυχίες σημαίνει απελευθερώνομαι από τις ανησυχίες.)

  5. Vaciar la mente

  6. Se utiliza cuando se quiere dejar de pensar en problemas.
    (Αδειάζω το μυαλό σημαίνει όταν θέλω να σταματήσω να σκέφτομαι σε προβλήματα.)

  7. Vaciar los bolsillos

  8. Significa sacar todo lo que hay en ellos, a menudo usado en contexto de gastos.
    (Αδειάζω τις τσέπες σημαίνει βγάζω όλα όσα υπάρχουν σε αυτές, συχνά με αναφορά σε έξοδα.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vaciar" προέρχεται από το λατινικό "vaccĭāre", που σημαίνει "να αδειάζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - desalojar (εκκενώνω) - desocupar (απελευθερώνω) - quitar (αφαιρώ)

Αντώνυμα: - llenar (γεμίζω) - colmar (πληρώνομαι) - atiborrar (ξεχειλίζω)



22-07-2024