Ρήμα.
/βαθιˈλαɾ/
Το ρήμα vacilar χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει τη δράση του να διστάζει κάποιος ή να υπάρχει αβεβαιότητα. Επιπλέον, μπορεί να αναφέρεται και στο να κοροϊδεύει ή να γελάει κάποιος με κάποιον άλλο. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο στα προφορικά μέσα, αλλά και σε γραπτά κείμενα σε καθημερινό λόγο.
No hay que vacilar al tomar decisiones importantes.
Δεν πρέπει να διστάζουμε όταν παίρνουμε σημαντικές αποφάσεις.
Siempre me vacilas cuando intentas hacerme un chiste.
Πάντα με κοροϊδεύεις όταν προσπαθείς να μου κάνεις κάποιο αστείο.
Το vacilar χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:
Vacilar de alguien
Σημαίνει να αναφέρεται κάποιος σε κάποιον με κοροϊδευτικό τρόπο.
Ejemplo: Me gusta vacilar de mis amigos cuando hacen algo tonto.
Μου αρέσει να κοροϊδεύω τους φίλους μου όταν κάνουν κάτι ανόητο.
Vacilar entre dos opciones
Σημαίνει να διστάζει κάποιος ανάμεσα σε δύο επιλογές.
Ejemplo: Estoy vacilando entre ir a la playa o quedarme en casa.
Διστάζω ανάμεσα στο να πάω στην παραλία ή να μείνω στο σπίτι.
Vacilar un plan
Σημαίνει να τροποποιήσει ή να αλλάξει ένα σχέδιο.
Ejemplo: Vamos a vacilar el plan para la fiesta, no hay suficiente espacio.
Πρέπει να αλλάξουμε το σχέδιο για το πάρτι, δεν υπάρχει αρκετός χώρος.
Το vacilar προέρχεται από τη λατινική λέξη vacillare, που σημαίνει "να κουνιέμαι ασταμάτητα".
Με αυτή τη δομή και τα παραδείγματα, μπορείτε να κατανοήσετε καλύτερα τη χρήση της λέξης vacilar και τον τρόπο που ενσωματώνεται στην ισπανική γλώσσα.