vacio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vacio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vacio" είναι επίθετο (adjetivo) και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (sustantivo) σε ορισμένα συμφραζόμενα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή της λέξης "vacio" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /ˈβaθio/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "vacio" αναφέρεται σε κάτι που δεν περιέχει τίποτα, σε κενό χώρο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει συναισθήματα ή καταστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La caja está vacía.
  2. Η κούτα είναι άδεια.

  3. Se siente vacío después de la pérdida.

  4. Νιώθει κενός μετά την απώλεια.

  5. El vaso estaba vacío antes de llenarlo.

  6. Το ποτήρι ήταν άδειο πριν το γεμίσω.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vacio" δεν χρησιμοποιείται παραδοσιακά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε συνδυασμό με άλλες έννοιες μπορεί να μεταφέρει σημαντικά νοήματα:

  1. Sentirse vacío por dentro.
  2. Να νιώθεις κενός μέσα σου.

  3. Un espacio vacío en mi corazón.

  4. Ένας κενός χώρος στην καρδιά μου.

  5. Tener la cabeza vacía.

  6. Να έχεις το μυαλό άδειο.

  7. Vivir en un lugar vacío.

  8. Να ζεις σε ένα άδειο μέρος.

Ετυμολογία

Η λέξη "vacio" προέρχεται από το λατινικό "vacuum", το οποίο σημαίνει "κενό" ή "άδειο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024