Η λέξη "vacio" είναι επίθετο (adjetivo) και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (sustantivo) σε ορισμένα συμφραζόμενα.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "vacio" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /ˈβaθio/
Η λέξη "vacio" αναφέρεται σε κάτι που δεν περιέχει τίποτα, σε κενό χώρο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει συναισθήματα ή καταστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η κούτα είναι άδεια.
Se siente vacío después de la pérdida.
Νιώθει κενός μετά την απώλεια.
El vaso estaba vacío antes de llenarlo.
Η λέξη "vacio" δεν χρησιμοποιείται παραδοσιακά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε συνδυασμό με άλλες έννοιες μπορεί να μεταφέρει σημαντικά νοήματα:
Να νιώθεις κενός μέσα σου.
Un espacio vacío en mi corazón.
Ένας κενός χώρος στην καρδιά μου.
Tener la cabeza vacía.
Να έχεις το μυαλό άδειο.
Vivir en un lugar vacío.
Η λέξη "vacio" προέρχεται από το λατινικό "vacuum", το οποίο σημαίνει "κενό" ή "άδειο".