vacuna - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vacuna (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vacuna" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /baˈkuna/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vacuna" αναφέρεται σε ένα προϊόν που περιέχει έναν μικρό αριθμό παθογόνων μικροοργανισμών ή τμήματων τους, το οποίο χορηγείται για να προκαλέσει ανοσία σε μια συγκεκριμένη νόσο. Στη γλώσσα των Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της ιατρικής και της δημόσιας υγείας. Συχνότητα χρήσης: Η χρήση της λέξης είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε ιατρικό περιβάλλον, για τις προληπτικές υγειονομικές πρακτικές. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και σταδιακά γίνεται και πιο κοινό στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "vacuna"

  1. Poner la vacuna
    "Es necesario poner la vacuna a todos los recién nacidos."
    (Είναι απαραίτητο να κάνουμε το εμβόλιο σε όλα τα νεογνά.)

  2. La vacuna del amor
    "Algunos dicen que el matrimonio es la vacuna del amor."
    (Μερικοί λένε ότι ο γάμος είναι το εμβόλιο του έρωτα.)

  3. Vacuna de la vida
    "La educación es la vacuna de la vida."
    (Η εκπαίδευση είναι το εμβόλιο της ζωής.)

  4. Vacuna contra el miedo
    "La confianza en uno mismo es la mejor vacuna contra el miedo."
    (Η αυτοπεποίθηση είναι το καλύτερο εμβόλιο κατά του φόβου.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vacuna" προέρχεται από το λατινικό "vaccinus", που σημαίνει "σχετικός με τις αγελάδες", αναφερόμενος στο εμβόλιο κατά της ευλογιάς που αναπτύχθηκε από τον Edward Jenner χρησιμοποιώντας τη βουλγαρική ευλογιά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Inmunización (ανοσοποίηση)
- Suero (ορός)

Αντώνυμα:
- Enfermedad (ασθένεια)
- Vulnerabilidad (ευπάθεια)



22-07-2024