Η λέξη "vacuna" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /baˈkuna/.
Η λέξη "vacuna" αναφέρεται σε ένα προϊόν που περιέχει έναν μικρό αριθμό παθογόνων μικροοργανισμών ή τμήματων τους, το οποίο χορηγείται για να προκαλέσει ανοσία σε μια συγκεκριμένη νόσο. Στη γλώσσα των Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της ιατρικής και της δημόσιας υγείας. Συχνότητα χρήσης: Η χρήση της λέξης είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε ιατρικό περιβάλλον, για τις προληπτικές υγειονομικές πρακτικές. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και σταδιακά γίνεται και πιο κοινό στον προφορικό λόγο.
Es importante vacunar a los niños para prevenir enfermedades.
(Είναι σημαντικό να εμβολιάσουμε τα παιδιά για να προλάβουμε ασθένειες.)
La vacuna contra la gripe se recomienda cada año.
(Το εμβόλιο κατά της γρίπης συνιστάται κάθε χρόνο.)
Muchos países están trabajando para desarrollar una vacuna contra el COVID-19.
(Πολλά κράτη εργάζονται για την ανάπτυξη ενός εμβολίου κατά του COVID-19.)
Poner la vacuna
"Es necesario poner la vacuna a todos los recién nacidos."
(Είναι απαραίτητο να κάνουμε το εμβόλιο σε όλα τα νεογνά.)
La vacuna del amor
"Algunos dicen que el matrimonio es la vacuna del amor."
(Μερικοί λένε ότι ο γάμος είναι το εμβόλιο του έρωτα.)
Vacuna de la vida
"La educación es la vacuna de la vida."
(Η εκπαίδευση είναι το εμβόλιο της ζωής.)
Vacuna contra el miedo
"La confianza en uno mismo es la mejor vacuna contra el miedo."
(Η αυτοπεποίθηση είναι το καλύτερο εμβόλιο κατά του φόβου.)
Η λέξη "vacuna" προέρχεται από το λατινικό "vaccinus", που σημαίνει "σχετικός με τις αγελάδες", αναφερόμενος στο εμβόλιο κατά της ευλογιάς που αναπτύχθηκε από τον Edward Jenner χρησιμοποιώντας τη βουλγαρική ευλογιά.
Συνώνυμα:
- Inmunización (ανοσοποίηση)
- Suero (ορός)
Αντώνυμα:
- Enfermedad (ασθένεια)
- Vulnerabilidad (ευπάθεια)