vacunar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vacunar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/vakuˈnaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vacunar" αναφέρεται στη διαδικασία του εμβολιασμού, δηλαδή στη χορήγηση ενός εμβολίου για την πρόληψη ασθενειών. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική κοινότητα και σε συζητήσεις περί δημόσιας υγείας. Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την υγεία.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. Es importante vacunar a los niños contra enfermedades.
    (Είναι σημαντικό να εμβολιάζουμε τα παιδιά κατά των ασθενειών.)

  2. El gobierno ha decidido vacunar a toda la población.
    (Η κυβέρνηση αποφάσισε να εμβολιάσει όλο τον πληθυσμό.)

  3. Debemos vacunar a las mascotas para proteger su salud.
    (Πρέπει να εμβολιάσουμε τα κατοικίδιά μας για να προστατεύσουμε την υγεία τους.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vacunar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με το παραδοσιακό νόημά της, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που σχετίζονται με τις πιο γενικές έννοιες της προστασίας και της πρόληψης.

  1. Vacunar y prevenir es la mejor defensa contra las enfermedades.
    (Ο εμβολιασμός και η πρόληψη είναι η καλύτερη άμυνα κατά των ασθενειών.)

  2. Se debe vacunar para evitar brotes epidémicos.
    (Πρέπει να εμβολιάζουμε για να αποφεύγουμε επιδημικές εκρήξεις.)

  3. El esfuerzo por vacunar a todos es crucial para la salud pública.
    (Η προσπάθεια να εμβολιαστούν όλοι είναι κρίσιμη για τη δημόσια υγεία.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vacunar" προέρχεται από την λατινική λέξη "vaccina", η οποία αναφέρεται στο εμβολιασμό που γίνεται με το εμβόλιο της ευλογιάς ("vacca" στα λατινικά, που σημαίνει "αγελάδα"). Αυτό συνδέεται με την τεχνική του παιδίατρου Edward Jenner, ο οποίος χρησιμοποίησε υλικό από αγελάδες για να εμβολιάσει κατά της ευλογιάς.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Inmunizar (ανοσοποιώ) - Proteger (προστατεύω)

Αντώνυμα: - Desproteger (απογυμνώνω από προστασία) - Exponer (εκθέτω)



23-07-2024