Η λέξη "vacuno" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vacuno" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [baˈkuno].
Η λέξη "vacuno" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ό,τι σχετίζεται με τα βοοειδή, đặc biệt σε σχέση με το κρέας που προέρχεται από αυτά (βοδινό κρέας). Χρησιμοποιείται συχνά σε ή τον προφορικό λόγο και τον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με τη γεωργία, τη διατροφή και τη ζωολογία.
"El vacuno es una fuente importante de proteínas."
(Το βοοειδές είναι μια σημαντική πηγή πρωτεϊνών.)
"La carne vacuna se considera un alimento muy nutritivo."
(Το κρέας βοοειδούς θεωρείται πολύ θρεπτική τροφή.)
"En la granja crían vacuno para la producción de leche."
(Στην φάρμα εκτρέφουν βοοειδή για την παραγωγή γάλακτος.)
Η λέξη "vacuno" δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την παραγωγή και κατανάλωση κρέατος.
"La carne vacuna es más popular en las parrillas argentinas."
(Το κρέας βοοειδούς είναι πιο δημοφιλές στις σχάρες της Αργεντινής.)
"El mercado de vacuno ha crecido en los últimos años."
(Η αγορά του βοοειδούς έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.)
"Los productos vacunos son esenciales en muchas dietas."
(Τα προϊόντα βοοειδών είναι απαραίτητα σε πολλές διατροφές.)
Η λέξη "vacuno" προέρχεται από το λατινικό "vacca", που σημαίνει "αγελάδα". Ο όρος έχει εξελιχθεί στην Ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται γενικά στα βοοειδή.
Συνώνυμα: - Bovina - Ganadera (αναφερόμενη σε εκτροφή βοοειδών)
Αντώνυμα: - Porcino (αναφερόμενο σε χοίρους) - Ovino (αναφερόμενο σε πρόβατα)