Το "vado" είναι ρήμα στον Ιταλικό και Ισπανικό λόγο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): [ˈβɑ.ðo]
Το "vado" είναι το πρώτο πρόσωπο ενικού στον ενεστώτα του ρήματος "ir", που σημαίνει "πηγαίνω" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες και έχει συχνή χρήση, κυρίως στον προφορικό λόγο.
Voy al supermercado.
(Πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ.)
Vado a la playa los fines de semana.
(Πηγαίνω στην παραλία τα σαββατοκύριακα.)
Το "vado" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και η χρήση του σε ιδιώματα είναι λιγότερη σε σχέση με άλλες λέξεις.
Vado por más.
(Πηγαίνω για περισσότερα.) - Αγγίζει την έννοια του "να επιδιώκω περισσότερα".
Vado y vuelvo.
(Πηγαίνω και επιστρέφω.) - Σημαίνει ότι κάποιος φεύγει και ξαναγυρίζει.
Si no vado, no hay fiesta.
(Αν δεν πάω, δεν υπάρχει γιορτή.) - Υποδηλώνει τη σημασία της παρουσίας κάποιου.
Το ρήμα "vado" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "vadere", που επίσης σημαίνει "πηγαίνω" ή "διασχίζω".
Συνώνυμα: - ir (πηγαίνω) - dirigirse (κατευθύνομαι)
Αντώνυμα: - regresar (επιστρέφω) - quedarse (παραμένω)
Αυτό είναι μια περιεκτική ανάλυση της λέξης "vado" στον ισπανικό λόγο.