Η λέξη "vaga" είναι επίθετο.
/aˈɣa/
Η λέξη "vaga" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάποιον που είναι τεμπέλης ή αδιάφορος. Συναντάται σε διάφορες εκφράσεις και μπορεί να αναφέρεται σε άτομα που είναι απρόθυμα να εργαστούν ή να αναλάβουν ευθύνες.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "vaga" είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς το χαρακτηριστικό της τεμπελιάς συχνά εκφράζεται σε καθημερινές συνομιλίες.
Αυτή είναι μία τεμπέλα που ποτέ δεν θέλει να δουλέψει.
En esta clase hay muchos estudiantes vagos.
Σε αυτή την τάξη υπάρχουν πολλοί τεμπέληδες μαθητές.
No seas vaga, ayuda a tus compañeros.
Η λέξη "vaga" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αναδεικνύοντας την τεμπελιά ή τη διάθεση χωρίς ενασχόληση.
Είσαι πιο τεμπέλα από μια χελώνα.
No quiero escuchar tus vagas excusas.
Δεν θέλω να ακούσω τις αδιάφορες δικαιολογίες σου.
Con su actitud vaga, nunca logrará nada.
Με τη τεμπέλη στήλη του, δεν θα πετύχει ποτέ τίποτα.
Hacer tareas es de lo más vago que hay.
Να κάνεις δουλειές είναι το πιο τεμπέλικο που υπάρχει.
A esa chica le gusta llevar una vida vaga.
Η λέξη "vaga" προέρχεται από το λατινικό "vagans", που σημαίνει "σκορπισμένος" ή "περιπλανώμενος". Σημείνει την έλλειψη σταθερής απασχόλησης ή εστίασης σε συγκεκριμένο έργο.
Συνώνυμα: - perezosa (τεμπέλα) - holgazana (τεμπέλα)
Αντώνυμα: - trabajadora (εργατική) - activa (ενεργητική)