vagabundo - ουσιαστικό
[βaγaβun̪do]
Η λέξη "vagabundo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που περιφέρεται χωρίς μόνιμη κατοικία ή που ζει χωρίς μόνιμη εργασία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή σε προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα.
Ο περιπλανώμενος κοιμόταν σε ένα αυτόματο ταμείο.
Mientras caminaba por la ciudad, vi a un vagabundo pidiendo ayuda.
Μη γίνεσαι αλήτης, ψάξε για δουλειά.
Vagabundo de la vida, siempre buscando nuevas aventuras.
Περιπλανώμενος της ζωής, πάντα ψάχνοντας για νέες περιπέτειες.
A veces me siento como un vagabundo en mi propia ciudad.
Μερικές φορές νιώθω σαν αλήτης στη δική μου πόλη.
Los vagabundos del mundo son más comunes de lo que pensamos.
Η λέξη "vagabundo" προέρχεται από το λατινικό "vagabundus", που σημαίνει "αυτού που περιπλανιέται" ή "αυτός που είναι αστάθμητος".
Συνώνυμα: - errante - nómada - bohemio
Αντώνυμα: - estable - fijo - residente