vagancia είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/βαˈɣανθɪα/
Η λέξη vagancia αναφέρεται στην κατάσταση της τεμπελιάς ή της αεργίας, δηλαδή στην απουσία δραστηριότητας ή δουλειάς. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στάση ή συμπεριφορά όπου κάποιο άτομο σπαταλά τον χρόνο του χωρίς να είναι παραγωγικό. Η χρήση της στην ισπανική γλώσσα ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο, αν και σίγουρα χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες.
La vagancia no lleva a nada bueno.
(Η τεμπελιά δεν οδηγεί σε τίποτα καλό.)
A veces, la vagancia puede ser un tipo de descanso necesario.
(Μερικές φορές, η τεμπελιά μπορεί να είναι μια απαραίτητη μορφή ξεκούρασης.)
Η λέξη vagancia μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την τεμπελιά και την αβίαστη ζωή.
Ella sueña con vivir de la vagancia en una isla paradisiaca.
(Αυτή ονειρεύεται να ζήσει χωρίς εργασία σε ένα παραδεισένιο νησί.)
"Caer en la vagancia" σημαίνει να παραδωθείς στην τεμπελιά.
Después de tanto trabajo, ella cayó en la vagancia por un tiempo.
(Μετά από τόση δουλειά, εκείνη παρεδόθηκε στην τεμπελιά για λίγο.)
"La vagancia es la madre de todos los vicios" σημαίνει ότι η τεμπελιά μπορεί να οδηγήσει σε κακές συνήθειες.
Η λέξη vagancia προέρχεται από την λατινική λέξη vagantia, που αφορούσε στην ιδέα του να είναι κανείς ανίκανος να παραμείνει σε ένα μέρος ή μία περίπτωση – δηλαδή, τη τεμπελιά στην πορεία της ζωής.
Συνώνυμα: - τεμπελιά - αεργία
Αντώνυμα: - εργασία - παραγωγικότητα