Η λέξη "vagar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να περιπλανιέται κάποιος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή προορισμό. Το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται συνήθως με την έννοια της αδράνειας ή της απραξίας. Η χρήση του είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Ο γάτος συνήθως περιπλανιέται στον κήπο.
"Después de la fiesta, él decidió vagar por la ciudad."
Μετά το πάρτι, αποφάσισε να περιπλανηθεί στην πόλη.
"No tengo nada que hacer, así que pasaré el día vagando en la playa."
Η λέξη "vagar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Εδώ είναι μερικές:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αίσθηση απώλειας ή αδιευκρίνιστης κατάστασης.
"Vagar sin rumbo."
Σημαίνει να βρίσκεσαι σε κατάσταση αβεβαιότητας ή να μην γνωρίζεις τι να κάνεις.
"Vagar por los recuerdos."
Δηλώνει την πράξη της σκέψης για το παρελθόν.
"Vagar por el tiempo."
Η λέξη "vagar" προέρχεται από το Λατινικό "vagari," που σημαίνει «να περιπλανιώμαι» ή «να είμαι αβέβαιος», και αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "vagus", που έχει την έννοια της ρέουσας κίνησης.