Η λέξη "vago" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ˈβaɣo/
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "vago" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάποιον που είναι τεμπέλης ή αδιάφορος στο να κάνει δουλειές ή να σηκωθεί να εργαστεί. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που δεν έχει σαφή ή καθορισμένη μορφή. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "vago" είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, ως μέρος καθημερινών συνομιλιών.
El chico es muy vago y no quiere ayudar en la casa.
(Το αγόρι είναι πολύ τεμπέλης και δεν θέλει να βοηθήσει στο σπίτι.)
No seas vago y termina tu tarea.
(Μην είσαι τεμπέλης και ολοκλήρωσε την εργασία σου.)
Su explicación fue tan vaga que nadie entendió.
(Η εξήγησή του ήταν τόσο αόριστη που κανείς δεν κατάλαβε.)
Η λέξη "vago" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Eres un vago.
(Είσαι τεμπέλης.)
Dejarse llevar por la vagancia.
(Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να εξαρτάται από την τεμπελιά.)
Pensar en lo vago.
(Να σκέφτεσαι με αοριστία.)
Estoy en un momento vago de mi vida.
(Είμαι σε μια τεμπέλικη φάση της ζωής μου.)
Vago como un gato en la siesta.
(Τεμπέλης όπως μια γάτα στην μεσημεριανή σιέστα.)
Η λέξη "vago" προέρχεται από τα λατινικά "vagus", που σημαίνει "ατακτος" ή "χωρίς κατεύθυνση".