Η λέξη "vajilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/faxiˈʝi.ʎa/
Η λέξη "vajilla" αναφέρεται σε σύνολο πιάτων και άλλων οικιακών σκευών που χρησιμοποιούνται για σερβίρισμα και κατανάλωση τροφής. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γυναικείο φύλο και περιλαμβάνει αντικείμενα όπως πιάτα, μπολ, ποτήρια κλπ. Η "vajilla" είναι συχνά συνδεδεμένη με τον οικιακό τομέα και την οργάνωση ενός σπιτιού. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στις δύο μορφές της γλώσσας, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί ότι συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά στις καθημερινές συζητήσεις για θέματα οικιακής διαχείρισης.
"La vajilla está limpia y lista para usarse."
"Τα σκεύη είναι καθαρά και έτοιμα προς χρήση."
"Necesitamos comprar una nueva vajilla para la cena."
"Πρέπει να αγοράσουμε ένα καινούργιο σερβίτσιο για το δείπνο."
"La vajilla de cerámica es muy delicada."
"Η κεραμική σερβίτσια είναι πολύ ευαίσθητη."
Η λέξη "vajilla" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνές εφόσον πρόκειται για ένα όρο που σχετίζεται κυρίως με συγκεκριμένα αντικείμενα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν παραδείγματα:
"Poner la vajilla en la mesa."
"Να βάλεις τη σερβίτσια στο τραπέζι."
"Lavar la vajilla después de comer."
"Να πλύνεις τα σκεύη μετά το φαγητό."
"No tengo tiempo para hacer la vajilla."
"Δεν έχω χρόνο να πλύνω τα σκεύη."
"La vajilla se rompió en la mudanza."
"Η σερβίτσια έσπασε κατά τη μετακόμιση."
"Cada vez que invito amigos, saco la vajilla buena."
"Κάθε φορά που προσκαλώ φίλους, χρησιμοποιώ τη καλή σερβίτσια."
Η λέξη "vajilla" προέρχεται από το ισπανικό "vaja", το οποίο σημαίνει "σκάφος" ή "κάδος", και με το "-illa" που είναι ένα προσδιοριστικό που υποδηλώνει μικρό ή λιγότερο σημαντικό. Έτσι, η λέξη έχει σημασία που σχετίζεται με τα σκεύη.
Συνώνυμα: - Sercitio (σερβίτσιο) - Platos (πιάτα)
Αντώνυμα: Μια πιο δίχως συγκεκριμένα αντίθετα αλλά σχετιζόμενα: - Desperdicio (αχρησιμοποίητο) - Desorden (αναρχία, ακαταστασία για την έννοια του συνδυασμού υλικών).
Η λέξη "vajilla" είναι μια λέξη με καθημερινή και πρακτική χρήση στη ζωή στην ισπανόφωνη κουλτούρα, εφόσον συνδέεται με την οικογενειακή ζωή και τις κοινωνικές συναθροίσεις.