Valedor είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ba.leˈðoɾ/
Η λέξη valedor χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται σε κάποιον που υποστηρίζει ή υπερασπίζεται άλλον, είτε νομικά είτε κοινωνικά. Στη Λατινική Αμερική, και ειδικά στο Μεξικό, μπορεί επίσης να σημαίνει «φίλος» ή «συνοδευτής». Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αλλά γενικά είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Él es mi valedor en todo momento.
(Αυτός είναι ο φίλος μου σε κάθε στιγμή.)
Necesitamos un valedor para el caso.
(Χρειαζόμαστε έναν υπερασπιστή για την υπόθεση.)
Siempre contaré con el valedor de mis decisiones.
(Πάντα θα βασίζομαι στον υποστηρικτή των αποφάσεών μου.)
Η λέξη valedor χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον προφορικό λόγο.
El valedor de la causa.
(Ο υπερασπιστής της υπόθεσης.)
Ser el valedor de alguien.
(Να είσαι ο υποστηρικτής κάποιου.)
Contar con un valedor.
(Να έχεις έναν υποστηρικτή.)
Ese lugar es el valedor de muchas historias.
(Αυτός ο τόπος είναι ο υποστηρικτής πολλών ιστοριών.)
Η λέξη valedor προέρχεται από το ρήμα valer, που σημαίνει «να αξίζει» ή «να είναι χρήσιμος». Χρησιμοποιείται σε διαφορετικές μορφές για να δηλώσει υποστήριξη ή αξία.
Συνώνυμα:
- Defensor
- Amigo
- Protector
Αντώνυμα:
- Enemigo (εχθρός)
- Opositor (αντίπαλος)
- Crítico (κριτικός)
Αυτές είναι οι πληροφορίες σχετικά με τη λέξη valedor και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.