Valer είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /baˈleɾ/
Η λέξη valer στα Ισπανικά σημαίνει «να αξίζει», «να έχει αξία» ή «να κοστίζει». Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις όπου εκφράζεται η αξία ή η σημασία των πραγμάτων. Η χρήση της στη γλώσσα είναι σχετικά συχνή, με προτίμηση στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό.
Το καινούριο αυτοκίνητο κοστίζει πολύ.
No vale la pena discutir sobre eso.
Η λέξη valer χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αξίζει περισσότερα από χίλιες λέξεις.
No vale un comino.
Δεν αξίζει ούτε ένα σεντ.
Vale la pena.
Αξίζει τον κόπο.
Lo que vale es el esfuerzo.
Η λέξη valer προέρχεται από τη Λατινική λέξη valere, που σημαίνει «είμαι δυνατός» ή «έχω αξία».
Συνώνυμα: - Costar (κοστίζει) - Servir (χρησιμεύει)
Αντώνυμα: - Valer menos (αξίζει λιγότερο) - No valer (να μην αξίζει)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "valer" καταδεικνύει τη σημασία και τη χρήση της στην Ισπανική γλώσσα, καθώς και τη συνάφεια με τους διάφορους τομείς.