valer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

valer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Valer είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /baˈleɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη valer στα Ισπανικά σημαίνει «να αξίζει», «να έχει αξία» ή «να κοστίζει». Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις όπου εκφράζεται η αξία ή η σημασία των πραγμάτων. Η χρήση της στη γλώσσα είναι σχετικά συχνή, με προτίμηση στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El coche nuevo vale mucho.
  2. Το καινούριο αυτοκίνητο κοστίζει πολύ.

  3. No vale la pena discutir sobre eso.

  4. Δεν αξίζει τον κόπο να το συζητήσουμε αυτό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη valer χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Valer más que mil palabras.
  2. Αξίζει περισσότερα από χίλιες λέξεις.

  3. No vale un comino.

  4. Δεν αξίζει ούτε ένα σεντ.

  5. Vale la pena.

  6. Αξίζει τον κόπο.

  7. Lo que vale es el esfuerzo.

  8. Αυτό που έχει αξία είναι η προσπάθεια.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη valer προέρχεται από τη Λατινική λέξη valere, που σημαίνει «είμαι δυνατός» ή «έχω αξία».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Costar (κοστίζει) - Servir (χρησιμεύει)

Αντώνυμα: - Valer menos (αξίζει λιγότερο) - No valer (να μην αξίζει)

Αυτή η ανάλυση της λέξης "valer" καταδεικνύει τη σημασία και τη χρήση της στην Ισπανική γλώσσα, καθώς και τη συνάφεια με τους διάφορους τομείς.



22-07-2024