Η λέξη "valeroso" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
/ba.leˈɾo.so/
Η λέξη "valeroso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που επιδεικνύει γενναιότητα, θαρραλέα συμπεριφορά ή αντοχή σε δύσκολες καταστάσεις. Συχνά χρησιμοποιείται και σε γραπτό αλλά και σε προφορικό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη παρουσία στον γραπτό λόγο. Οι παραλλαγές της μπορεί να περιλαμβάνουν αναφορές σε ηρωικούς ή γενναίους χαρακτήρες.
Οι στρατιώτες ήταν θαρραλέοι στη μάχη.
Es valeroso enfrentar los miedos.
Είναι θαρραλέο να αντιμετωπίζεις τους φόβους.
El perro fue valeroso al proteger a su dueño.
Η λέξη "valeroso" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να αυξήσει την εκφραστικότητα. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένες προτάσεις.
Ένα θαρραλέο έργο θα θυμάται πάντα.
Es valeroso apoyar a los oprimidos.
Είναι θαρραλέο να υποστηρίζεις τους καταπιεσμένους.
Necesitamos líderes valerosos en tiempos de crisis.
Χρειαζόμαστε θαρραλέους ηγέτες σε καιρούς κρίσης.
A veces, ser valeroso significa ser diferente.
Κάποιες φορές, το να είσαι θαρραλέος σημαίνει να είσαι διαφορετικός.
Un corazón valeroso nunca se rinde.
Η λέξη "valeroso" προέρχεται από το ρήμα "valer," που σημαίνει "να είναι ή να έχει αξία". Το "-oso" είναι ένα επίθημα που δηλώνει αφθονία ή χαρακτηριστικό.
Συνώνυμα: - valiente - audaz - intrépido
Αντώνυμα: - cobarde - tímido - miedoso