"Valerse" είναι ρήμα που σημαίνει "να αξίζεις" ή "να χρησιμοποιείς". Είναι ανακλαστικό ρήμα (reflexive verb) στα ισπανικά.
/βαˈλεɾθε/
Το ρήμα "valerse" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να επωφελείσαι ή να επενδύεις σε κάτι, είτε αυτό είναι ένα προσόν, μια κατάσταση ή μια δεξιότητα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενο στα ισπανικά και μπορείς να το ακούσεις σε προφορικές συζητήσεις και γραπτά κείμενα. Η χρήση του είναι συχνή και στις δύο μορφές λόγου, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο λόγω της καθημερινής συζήτησης.
Él sabe valerse de sus talentos para avanzar en su carrera.
(Αυτός ξέρει να εκμεταλλεύεται τα ταλέντα του για να προχωρήσει στην καριέρα του.)
Es importante valerse de tus recursos para resolver problemas.
(Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείς τους πόρους σου για να λύσεις προβλήματα.)
Se puede valer de la ayuda de sus amigos en tiempos difíciles.
(Μπορεί να εκμεταλλευτεί τη βοήθεια των φίλων του σε δύσκολες στιγμές.)
Το "valerse" είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων που περιγράφουν τη χρήση και την εκμετάλλευση διαφόρων πλεονεκτημάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, εννοούμε ότι μπορούμε να μάθουμε από τις εμπειρίες των άλλων για να αποφύγουμε τα ίδια λάθη.
Valerse de su autoridad.
(Να εκμεταλλεύεσαι την εξουσία σου.)
Σημαίνει να χρησιμοποιείς τη θέση σου για να επιτύχεις τους στόχους σου.
Valerse de la situación.
(Να επωφελείσαι από την κατάσταση.)
Ορίζει την ικανότητα να χρησιμοποιείς τις τρέχουσες συνθήκες προς όφελός σου.
Valerse para salir de un problema.
(Να χρησιμοποιείς κάτι για να βγεις από ένα πρόβλημα.)
Η λέξη "valerse" προέρχεται από το λατινικό "valere", που σημαίνει "να έχεις δύναμη ή αξία".
Συνώνυμα:
- Aprovecharse (να επωφελείσαι)
- Usar (να χρησιμοποιείς)
Αντώνυμα:
- Desperdiciar (να σπαταλάς)
- Ignorar (να αγνοείς)
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "valerse".