Το "valgo" είναι ρήμα στη πρώτη ενικό πρόσωπο του υποτακτικού (τελικού) αριθμού του ρήματος "valer".
[vál.ɣo]
Στα Ισπανικά, το "valgo" προέρχεται από το ρήμα "valer", το οποίο σημαίνει ότι κάτι έχει αξία, είναι χρήσιμο ή ισχυρό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε υποθετικές προτάσεις ή εκφράσεις επιθυμίας. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
"Είναι πιθανό ότι αξίζω πολλά για αυτή την ομάδα."
"Si valgo en este proyecto, me sentiré satisfecho."
"Αν αξίζω σε αυτό το έργο, θα νιώσω ικανοποιημένος."
"No creo que valgo menos que los demás."
Το "valgo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Αυτή η εμπειρία αξίζει τον κόπο."
"Valgo por mí mismo"
"Έχω μάθει ότι αξίζω για τον εαυτό μου."
"No valgo ni un centavo"
"Αυτή τη στιγμή, δεν αξίζω ούτε ένα λεπτό."
"Valgo mucho para ti"
Η λέξη "valgo" προέρχεται από το λατινικό "valere", που σημαίνει "είμαι υγιής" ή "έχω δύναμη".
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια εκτενή κατανόηση της λέξης "valgo" και των σχετικών ιδεών της στα Ισπανικά.