Η λέξη "validez" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "validez" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ba.liˈðes/.
Η λέξη "validez" αναφέρεται στην εγκυρότητα ή τη νομιμότητα ενός πράγματος, όπως μπορεί να είναι η ισχύς μιας σύμβασης, η αποδοχή ενός νόμου ή η αξιοπιστία ενός αποτελέσματος. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε νομικά κείμενα, ακαδημαϊκά άρθρα και τεχνικά κείμενα. Η συχνότης της είναι υψηλή σε νομικές και ακαδημαϊκές συζητήσεις.
La validez de este contrato se confirma ante el notario.
(Η εγκυρότητα αυτού του συμβολαίου επιβεβαιώνεται ενώπιον του συμβολαιογράφου.)
La validez de los resultados del estudio fue cuestionada.
(Η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων της μελέτης αμφισβητήθηκε.)
Η λέξη "validez" εμφανίζεται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με τη νομιμότητα και τα δικαιώματα:
"Dar validez a un documento"
(Να δώσουμε εγκυρότητα σε ένα έγγραφο.)
"Poner en duda la validez de la prueba"
(Να αμφισβητήσουμε την εγκυρότητα της απόδειξης.)
"La validez jurídica de un acuerdo"
(Η νομική εγκυρότητα μιας συμφωνίας.)
"Validar la validez del test"
(Να επιβεβαιώσουμε την εγκυρότητα του τεστ.)
Η λέξη "validez" προέρχεται από το λατινικό "validitas", που σημαίνει ισχύς ή δύναμη, και σχετίζεται με τη λέξη "validus", που σημαίνει ισχυρός ή ικανός.
Συνώνυμα: - Ley - Autenticidad - Legalidad
Αντώνυμα: - Nulidad - Invalidez - Ilegalidad
Μέσα από το σύνολο αυτών των πληροφοριών, μπορείτε να προσλάβετε μια πλήρη και ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "validez" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.