Η λέξη "valido" στα ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει νόημα ή είναι αποδεκτό, είτε αυτό αναφέρεται σε ιδέες είτε σε έγγραφα ή καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή διοικητικά πλαίσια για να δηλώσει την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή μιας συμφωνίας.
Η χρήση της λέξης "valido" είναι αρκετά συχνή και ενδέχεται να συναντηθεί περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινές συνομιλίες αναφορικά με την αποδοχή μιας πρότασης ή μιας ιδέας.
El contrato es válido y debe ser respetado.
Η σύμβαση είναι έγκυρη και πρέπει να τηρηθεί.
Este argumento no es válido para la discusión.
Αυτό το επιχείρημα δεν είναι έγκυρο για τη συζήτηση.
Η λέξη "valido" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ser válido para algo
Ser válido para algo significa que es aceptado o que tiene reconocimiento.
Να είσαι έγκυρος για κάτι σημαίνει ότι είσαι αποδεκτός ή ότι έχεις αναγνώριση.
No es válido
Cuando se dice que algo no es válido, se implica que carece de legitimidad.
Όταν λέγεται ότι κάτι δεν είναι έγκυρο, υπονοείται ότι στερείται νομιμότητας.
Hacer algo válido
Cuando se intenta hacer algo válido, se busca darle reforzamiento o reconocimiento.
Όταν προσπαθείς να κάνεις κάτι έγκυρο, προσπαθείς να του δώσεις ενίσχυση ή αναγνώριση.
Η λέξη "valido" προέρχεται από το λατινικό "validus", που σημαίνει ισχυρός, δυνατός ή ικανός.
aceptable (αποδεκτός)
Αντώνυμα: