valiente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

valiente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "valiente" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /baˈljente/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "valiente" αναφέρεται σε κάποιον που δείχνει θάρρος ή γενναιότητα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους που αναλαμβάνουν κινδύνους ή που δεν φοβούνται μπροστά σε απειλές ή προκλήσεις. Είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη λέξη στη συνομιλία καθώς και σε γραπτά κείμενα στη γλώσσα Ισπανικά. Εμφανίζεται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, γραπτό και προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El valiente luchador ganó la batalla."
    "Ο γενναίος μαχητής κέρδισε τη μάχη."

  2. "Es valiente enfrentar tus miedos."
    "Είναι θαρραλέο να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "valiente" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "Valiente como un león."
    "Γενναίος όπως ένα λιοντάρι." – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο με εξαιρετικό θάρρος.

  2. "Hacer valer tu valentía."
    "Να κάνεις το θάρρος σου να μετρήσει." – Αναφέρεται στην ανάγκη να επιδεικνύεις το θάρρος σου σε καταστάσεις που απαιτούν θέρμη.

  3. "El valiente no es el que no tiene miedo, sino el que lo enfrenta."
    "Ο γενναίος δεν είναι αυτός που δεν φοβάται, αλλά αυτός που το αντιμετωπίζει." – Αφηγείται την ιδέα ότι η γενναιότητα δεν είναι η απουσία φόβου αλλά η αντίσταση σε αυτόν.

  4. "Ser valiente en tiempos difíciles."
    "Να είσαι γενναίος σε δύσκολους καιρούς." – Υπογραμμίζει την ανάγκη της γενναιότητας όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες.

  5. "Un corazón valiente."
    "Μια θαρραλέα καρδιά." – Αφορά ένα άτομο που είναι έτοιμο να πάρει ρίσκα και να αντιμετωπίσει προκλήσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "valiente" προέρχεται από τα Λατινικά "valens, valentis", που σημαίνει "ισχυρός" ή "θαρραλέος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024