Η λέξη "valija" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /baˈlixa/
Η λέξη "valija" αναφέρεται σε ένα είδος μονάδας μεταφοράς ή αποθήκευσης, συνήθως χρησιμοποιούμενη για ταξίδια ή μεταφορές. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα ή περισσότερα κομμάτια αποσκευών, όπως βαλίτσες ή τσάντες που περιέχουν προσωπικά αντικείμενα. Είναι συνηθισμένο να τη συναντούμε και στις προφορικές και στις γραπτές επικοινωνίες, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στην καθημερινή ομιλία.
Αυτή έβαλε τα ρούχα της στη βαλίτσα.
La valija está pesada y no puedo levantarla.
Η βαλίτσα είναι βαριά και δεν μπορώ να την σηκώσω.
Necesito comprar una nueva valija para mis vacaciones.
Η λέξη "valija" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. 1. Hacer la valija. - Σημαίνει "να ετοιμάσω τις αποσκευές". - Voy a hacer la valija para el viaje. - (Θα ετοιμάσω τις αποσκευές για το ταξίδι.)
(Έπεσε από τη βαλίτσα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.)
Valija de mano.
Η λέξη "valija" προέρχεται από το λατινικό "valigia", που σημαίνει "περίβλημα για πράγματα ή συνδεδεμένες θήκες".
Συνώνυμα: - Maleta (βαλίτσα) - Equipaje (αποσκευές)
Αντώνυμα: - Descartar (να απορρίψεις)