valija - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

valija (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "valija" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /baˈlixa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "valija" αναφέρεται σε ένα είδος μονάδας μεταφοράς ή αποθήκευσης, συνήθως χρησιμοποιούμενη για ταξίδια ή μεταφορές. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα ή περισσότερα κομμάτια αποσκευών, όπως βαλίτσες ή τσάντες που περιέχουν προσωπικά αντικείμενα. Είναι συνηθισμένο να τη συναντούμε και στις προφορικές και στις γραπτές επικοινωνίες, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στην καθημερινή ομιλία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella empacó su ropa en la valija.
  2. Αυτή έβαλε τα ρούχα της στη βαλίτσα.

  3. La valija está pesada y no puedo levantarla.

  4. Η βαλίτσα είναι βαριά και δεν μπορώ να την σηκώσω.

  5. Necesito comprar una nueva valija para mis vacaciones.

  6. Χρειάζομαι να αγοράσω μια νέα βαλίτσα για τις διακοπές μου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "valija" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. 1. Hacer la valija. - Σημαίνει "να ετοιμάσω τις αποσκευές". - Voy a hacer la valija para el viaje. - (Θα ετοιμάσω τις αποσκευές για το ταξίδι.)

  1. Caer de la valija.
  2. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει πτώση ή αποτυχία.
  3. Se cayó de la valija durante el viaje.
  4. (Έπεσε από τη βαλίτσα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.)

  5. Valija de mano.

  6. Σημαίνει "χεριαία βαλίτσα" και αναφέρεται σε βαλίτσα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χειραποσκευή.
  7. No olvides tu valija de mano al abordar el avión.
  8. (Μην ξεχάσεις τη χειραποσκευή σου όταν επιβιβαστείς στο αεροπλάνο.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "valija" προέρχεται από το λατινικό "valigia", που σημαίνει "περίβλημα για πράγματα ή συνδεδεμένες θήκες".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Maleta (βαλίτσα) - Equipaje (αποσκευές)

Αντώνυμα: - Descartar (να απορρίψεις)



23-07-2024